Τι σημαίνει το drug στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drug στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drug στο Αγγλικά.

Η λέξη drug στο Αγγλικά σημαίνει φάρμακο, ναρκωτικό, ναρκώνω, δίνω φάρμακα, χορηγώ φάρμακα, ρίχνω κάτι σε κτ, ναρκωτικό, εθιστικό ναρκωτικό, πρωτότυπο φάρμακο, κατάχρηση ουσιών, τοξικομανής, ναρκομανής, τοξικοεξάρτηση, έμπορος ναρκωτικών, εμπόριο ναρκωτικών, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, δόση φαρμάκου, χωρίς ναρκωτικά, καθαρός, μπάζα, έμπορος ναρκωτικών, υπερβολική δόση, σπείρα ναρκωτικών, βαποράκι, έλεγχος για την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών, έμπορος ναρκωτικών, δίωξη ναρκωτικών, έλεγχος ανίχνευσης ουσιών, φαρμακευτική αγωγή, έμπορος ναρκωτικών, εμπόριο ναρκωτικών, φαρμακευτική θεραπεία, απεξάρτηση, χρήστης ναρκωτικών, ναρκομανής, που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, χρήση ναρκωτικών, της χρήσης ναρκωτικών, φαρμακείο, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, Οργανισμός Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων, ουσία εισόδου, γενόσημο φάρμακο, σκληρό ναρκωτικό, θαυματουργό φάρμακο, βαποράκι, μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, φάρμακο το οποίο χορηγείται με συνταγή γιατρού, ψυχοτρόπο φάρμακο, ψυχαγωγικό ναρκωτικό, μαλακό ναρκωτικό, στοχευμένη χορήγηση φαρμάκων, ορός της αλήθειας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drug

φάρμακο

noun (medicine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor prescribed a combination of drugs to combat the patient's illness.
Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα συνδυασμό φαρμάκων για να πολεμήσει τη νόσο του ασθενή.

ναρκωτικό

noun (usually plural (illegal substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The addict began using drugs when he was a teenager.
Ο ναρκομανής άρχισε να κάνει χρήση ουσιών όταν ήταν έφηβος.

ναρκώνω

transitive verb (make unconscious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The kidnapper drugged his victim, before taking her away.
Ο απαγωγέας νάρκωσε το θύμα του πριν το αρπάξει.

δίνω φάρμακα, χορηγώ φάρμακα

transitive verb (give drug to) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hospital staff drugged the patient.
Το προσωπικό του νοσοκομείου χορήγησε φάρμακα στον ασθενή.

ρίχνω κάτι σε κτ

transitive verb (food, drink: add drug to) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James began to feel very strange; he suspected someone had drugged his drink.
Ο Τζέιμς άρχισε να νιώθει περίεργα και υποπτεύθηκε ότι κάποιος είχε ρίξει κάτι στο ποτό του.

ναρκωτικό

noun (caffeine, alcohol, etc.) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
First thing in the morning, caffeine is definitely my drug of choice.

εθιστικό ναρκωτικό

noun (drug that causes dependency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hesitate to take Ativan, as it's a very addictive drug.

πρωτότυπο φάρμακο

noun (pharmaceutical: trademarked) (όχι γενόσημο)

κατάχρηση ουσιών

noun (misuse of drugs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Should drug abuse be punished by law or treated by doctors?

τοξικομανής, ναρκομανής

noun (person dependent on a substance)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
A lot of drug addicts commit burglaries to fund their habit.
Πολλοί ναρκομανείς διαπράττουν κλοπές, προκειμένου να συντηρήσουν τον εθισμό τους.

τοξικοεξάρτηση

noun (dependence on a chemical substance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Breaking a drug addiction is difficult, but not impossible.

έμπορος ναρκωτικών

noun ([sb] who sells illegal drugs)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The drug dealer was arrested after he tried to sell heroin to a police officer.
Ο έμπορος ναρκωτικών συνελήφθη, αφού προσπάθησε να πουλήσει ηρωίνη σε έναν αστυνομικό.

εμπόριο ναρκωτικών

noun (selling of illegal drugs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Drug dealing is punished more harshly than drug use.

εξάρτηση από τα ναρκωτικά

noun (addiction: chemical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prescriptions are carefully controlled in order to minimize incidences of drug dependence.

δόση φαρμάκου

noun (prescribed amount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρίς ναρκωτικά

adjective (without drugs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρός

adjective (person: not taking drugs) (μεταφορικά: από ναρκωτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπάζα

noun (large capture of illegal drugs) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Two tons of cocaine and a ton of marijuana were seized in one of the country's biggest drugs hauls.

έμπορος ναρκωτικών

noun (illegal drug trafficker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Drug lords don't think twice about killing in order to protect their business.

υπερβολική δόση

noun (harmful or fatal dose of a drug)

σπείρα ναρκωτικών

noun (law: illegal trade group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαποράκι

noun (person who trafficks drugs) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drug runners were picked up at the airport.

έλεγχος για την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών

noun (testing for traces of a substance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I consider the drug screening tests an intrusion into my personal privacy.

έμπορος ναρκωτικών

noun (trafficker in illegal substances)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

δίωξη ναρκωτικών

noun (US (police team: anti-narcotics) (αστυνομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έλεγχος ανίχνευσης ουσιών

noun (screening for drugs in body)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the Olympics, athletes must undergo a drug test to check that they have not consumed performance-enhancing drugs.

φαρμακευτική αγωγή

noun (treatment with pharmaceuticals)

They decided to treat her cancer with an aggressive combination of radiation and drug therapy.

έμπορος ναρκωτικών

noun (person who smuggles drugs)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εμπόριο ναρκωτικών

noun (smuggling illegal drugs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The police decided to crack down on drug trafficking across the US-Mexico border.

φαρμακευτική θεραπεία

noun (medication for illness)

απεξάρτηση

noun (therapy for drug addiction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρήστης ναρκωτικών

noun (person: abuses substances)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The preacher called my son a drug user because he smokes cigarettes.

ναρκομανής

adjective (dependent on drugs)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που σχετίζεται με τα ναρκωτικά

adjective (of drugs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρήση ναρκωτικών

noun (act of using illegal drugs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

της χρήσης ναρκωτικών

adjective (relating to use of illegal drugs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φαρμακείο

noun (US (pharmacy and general shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary drove to the drug store to buy aspirin.
Η Μαίρη οδήγησε μέχρι το φαρμακείο για να αγοράσει ασπιρίνη.

Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων

noun (US, initialism (Food and Drug Administration) (των ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Οργανισμός Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων

noun (US (government health agency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ουσία εισόδου

noun (leads to further substance abuse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γενόσημο φάρμακο

noun (medicine: not brand-name)

My insurance only pays for generic drugs, not for brand-name ones.
Η ασφάλειά μου πληρώνει μόνο για γενόσημα φάρμακα, όχι για επώνυμα.

σκληρό ναρκωτικό

plural noun (cocaine, heroin, etc.)

He started off abusing alcohol and later moved on to hard drugs.

θαυματουργό φάρμακο

noun (effective new drug)

Penicillin was called a miracle drug when it first came out because it stopped infections.

βαποράκι

noun (figurative, slang (person transporting drugs) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cartels use mules to transport drugs into America.

μη συνταγογραφούμενο φάρμακο

noun (medicine: no prescription)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The hypochondriac used a lot of over-the counter drugs.

φάρμακο το οποίο χορηγείται με συνταγή γιατρού

noun (medication available only on doctor's instruction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψυχοτρόπο φάρμακο

noun (mind-altering substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many teenagers abuse psychoactive drugs.
Πολλοί έφηβοι καταχρώνται ψυχοτρόπα φάρμακα.

ψυχαγωγικό ναρκωτικό

noun (drug taken for pleasure)

The use of recreational drugs by adolescents is less of a problem here than it is in other areas.

μαλακό ναρκωτικό

noun (informal, figurative (substance: not addictive) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στοχευμένη χορήγηση φαρμάκων

noun (specific medication)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ορός της αλήθειας

noun (sodium pentothal) (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The CIA agent administered the truth serum to the suspected terrorist.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drug στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drug

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.