Τι σημαίνει το cold στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cold στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cold στο Αγγλικά.

Η λέξη cold στο Αγγλικά σημαίνει κρύο, κρυώνω, κάνει κρύο, κρύος, κρύος, κρύο, κρύωμα, κρυολόγημα, ψυχρός, κρύος, αδιάφορος, νεκρός, αναίσθητος, λιπόθυμος, ψυχρός, ψυχρός, άσχετος, κρύος, κρύος, χωρίς συστάσεις, τελείως, εντελώς, ολότελα, βαρύ κρύωμα, διαπεραστικό κρύο, κρύος, παγωμένος, είμαι μία κρύο μία ζέστη, αρπάζω κρύωμα, κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα, παγωμένος, παγερός, καφές κρύας εκχύλισης, κρύας εκχύλισης, επίσκεψη χωρίς πρόσκληση, απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, απροειδοποίητα τηλέφωνα, νόμισμα, χρήμα, ψευτοπαρηγοριά, κρέμα προσώπου, αλλαντικά, άγχος, κρυόκωλος, ψυχρό μέτωπο, αναλγησία, απονιά, αλλαντικά, κομπρέσα με πάγο, ψυχρή ανάγνωση, αδιαφορώ, περιφρονώ, κρύο ντους, ψυχρή υποδοχή,ψυχρολουσία, ξέσπασμα κακοκαιρίας, έρπης, ψυχρή περίοδος, αποθήκευση υπό ψύξη, αναβολή επ' αόριστον, κρύο δείπνο, κρύος ιδρώτας, χάπι κατά του κρυολογήματος, χάπι για το κρυολόγημα, χάπι για το κρύωμα, κρύα γαλοπούλα, απεξάρτηση χωρίς φάρμακα, κόψιμο μαχαίρι, μια κι έξω, μπαμ και κάτω, απότομος, Ψυχρός Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος, ψυχρός πόλεμος, κρύο νερό, κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς, τεχνική για μπούκλες, κρύο, ψύχος, για το κρύο, ψυχρόαιμος, ασυγκίνητος, ψύχραιμος, ανηλεής, βάναυσος, εν ψυχρώ, κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα, χρήματα, λεφτά, μετρητά, άπονος, ανάλγητος, κοινό κρυολόγημα, θερμοκρασία υπό το μηδέν, κρύος, παγωμένος, αγχώνομαι, σνομπάρω, δεν καταφέρνω να σκοράρω, κόβω κτ μαχαίρι, κάνει κρύο, ψυχραίνομαι, κρυώνω, είμαι κρυωμένος, αγχώνομαι, ξέρω κτ πολύ καλά, ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτά, κρύωμα, παγωμένος, κρύος, ψυχρός, παγωμένος, εν ψυχρώ, στο ψυγείο, στον πάγο, στο κρύο, έξω, στα κρύα του λουτρού, εκτός, στην απ'έξω, δριμύ κρύο, παγωνιά, αναίσθητος, ευαίσθητος στο κρύο, ευαίσθητος στο κρύο, παγερά αδιάφορος, χαλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cold

κρύο

adjective (low in temperature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laura dipped one foot into the cold water of the lake.
Η Λώρα βούτηξε το πόδι της στο κρύο νερό της λίμνης.

κρυώνω

adjective (person: not warm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm cold; I'm going to put a jumper on.

κάνει κρύο

(weather: uncomfortably low temperature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your coat on; it is cold outside today.

κρύος

adjective (unheated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No, I don't need the microwave; I like to eat cold leftover pizza.

κρύος

adjective (chilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer to drink cold water.

κρύο

noun (uncountable (lack of heat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many Alaskans do not mind the cold.
Πολλοί κάτοικοι της Αλάσκα δεν ενοχλούνται από το ψύχος.

κρύωμα, κρυολόγημα

noun (common virus: head cold) (αρρώστια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can tell Simon has a cold because his nose is bright red.
Είχα ένα κρύωμα (or: κρυολόγημα) την περασμένη εβδομάδα, αλλά τώρα είμαι καλύτερα.

ψυχρός, κρύος

adjective (figurative (unfriendly) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While he is cold in public, those who know him understand that he is still a nice person.

αδιάφορος

adjective (figurative (indifferent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My boss was cold to my idea of a new product line.

νεκρός

adjective (dead)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When the police arrived, they discovered two cold bodies.

αναίσθητος, λιπόθυμος

adjective (informal (out cold: unconscious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boxer was knocked cold and the match was stopped.

ψυχρός

adjective (figurative (rational, unemotional) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The judge's cold reasoning followed the law but enraged the victim's family.

ψυχρός

adjective (figurative (sexually: frigid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wanted to make love to her, but found her very cold.

άσχετος

adjective (figurative (far from target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His guesses at the answer continued to be cold. He really had no idea.

κρύος

adjective (figurative (unprepared) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's not ready to go into the game. He's still cold.

κρύος

adverb (unprepared) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When the star player was injured, his backup went in cold. He had no time to get ready.

χωρίς συστάσεις

adverb (unintroduced)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The salesman was given no leads, and had to call potential customers cold.

τελείως, εντελώς, ολότελα

adverb (US (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He stopped cold after seeing the body.

βαρύ κρύωμα

noun (severe cold virus)

She's home with a bad cold.

διαπεραστικό κρύο

noun (weather: freezing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The older she gets, the less she can tolerate the bitter cold.

κρύος, παγωμένος

adjective (intensely cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You need very warm clothing to survive the bitterly cold weather in the Arctic.

είμαι μία κρύο μία ζέστη

verbal expression (figurative (waver, vacillate) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω κρύωμα

verbal expression (contract cold virus)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you go out in this rain without a coat you're liable to catch a cold.

κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα

verbal expression (informal (catch a bad cold)

παγωμένος, παγερός

adjective (very cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sodas from the vendor on the beach were as cold as ice.

καφές κρύας εκχύλισης

noun (coffee made with cool water)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρύας εκχύλισης

adjective (coffee: made with cool water)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επίσκεψη χωρίς πρόσκληση

noun (unsolicited sales call)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I got my start in sales by making door-to-door cold calls.

απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, απροειδοποίητα τηλέφωνα

noun (making unsolicited sales calls) (για προσέλκυση πελατών)

Do you prefer to make your sales contacts by cold calling or direct mail?

νόμισμα, χρήμα

noun (currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Davis paid the workers in cold cash.

ψευτοπαρηγοριά

noun (small, ineffective consolation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pension, though not insubstantial, was cold comfort to the widow of such a loving husband.

κρέμα προσώπου

noun (skincare product)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her only bad habit was putting cold cream on her face before coming to bed.

αλλαντικά

plural noun (meat served cold)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The buffet included a selection of cold cuts.

άγχος

noun (loss of courage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Everyone gets nervous before their wedding; it's just cold feet.

κρυόκωλος

noun (informal, figurative (person: unfriendly) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's such a cold fish that she wouldn't even talk to me when I said hello.

ψυχρό μέτωπο

noun (cool air pushing forward) (μετεωρολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The weather will get nasty due to the cold front pushing in from the North.

αναλγησία, απονιά

noun (figurative (lack of compassion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a cold heart and nothing I could say or do would melt it.

αλλαντικά

noun (US (meat: cooked, sliced)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
What do you want in your sandwich: cheese, or cold meat?
Τι θέλεις να έχει το σάντουιτς σου: τυρί ή αλλαντικά;

κομπρέσα με πάγο

noun (ice pack, compress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After getting hit in the eye, I put a cold pack on it to prevent swelling.

ψυχρή ανάγνωση

noun (psychic's technique)

αδιαφορώ, περιφρονώ

transitive verb (informal, figurative (snub) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρύο ντους

noun (shower: in cold water) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the soccer game, I went home and took a cold shower.

ψυχρή υποδοχή,ψυχρολουσία

noun (figurative (reception: unenthusiastic) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξέσπασμα κακοκαιρίας

noun (period: cold weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The recent cold snap killed my tomato plants.

έρπης

noun (herpes on lip) (παθολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I never kiss anyone with a cold sore.

ψυχρή περίοδος

noun (period of cold weather)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the heat wave there was a cold spell, much to everyone's relief

αποθήκευση υπό ψύξη

noun (keeping [sth] chilled)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναβολή επ' αόριστον

noun (figurative (suspension of activity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρύο δείπνο

noun (meal: salad, buffet)

κρύος ιδρώτας

noun (from fear, illness)

χάπι κατά του κρυολογήματος, χάπι για το κρυολόγημα, χάπι για το κρύωμα

noun (pill for relief of common cold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρύα γαλοπούλα

noun (leftover turkey meat served cold) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since Christmas we have been eating cold turkey sandwiches every day.

απεξάρτηση χωρίς φάρμακα, κόψιμο μαχαίρι

noun (figurative (sudden withdrawal from [sth] addictive) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some people believe that cold turkey is the only way to beat addiction.

μια κι έξω, μπαμ και κάτω

adverb (abruptly, without support) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He quit smoking, and he did it cold turkey.
Έκοψε το κάπνισμα και το έκανε μια κι έξω.

απότομος

adjective (abrupt and sudden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cold turkey withdrawal from any drug is very difficult.
Η απότομη διακοπή των οποιουδήποτε είδους ναρκωτικών είναι πολύ δύσκολη.

Ψυχρός Πόλεμος

noun (hostility: Soviet Union and West)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many people were believed to be spies during the Cold War.

Ψυχρός Πόλεμος

noun (hostility short of armed warfare)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ψυχρός πόλεμος

noun (figurative (on-going veiled antagonism) (μεταφορικά: κεκαλυμμένος ανταγωνισμός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρύο νερό

noun (water: not hot) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The football team poured cold water on the coach's head.

κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς

noun (period of extremely cold weather)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The weather bureau forecast a cold wave.

τεχνική για μπούκλες

noun (hairdressing: type of perm) (κομμωτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρύο, ψύχος

noun (chilly conditions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We are going north, so prepare for cold weather!

για το κρύο

noun as adjective (for chilly conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψυχρόαιμος

adjective (animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cold-blooded animals can't regulate their body heat like warm-blooded animals do.

ασυγκίνητος, ψύχραιμος

adjective (figurative (person: emotionless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They say the convict is a cold-blooded killer.

ανηλεής, βάναυσος

adjective (figurative (act: cruel, showing no mercy) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The massacre was a cold-blooded, ruthless act.

εν ψυχρώ

adverb (cruelly, without mercy)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The man was jailed for life for cold-bloodedly killing two innocent people.

κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα

transitive verb (make unsolicited sales calls) (με στόχο την πώληση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He cold-called all the people on his contact list.

χρήματα, λεφτά

noun (figurative (making money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He didn't care about performing a service; all he cared about was cold, hard cash.

μετρητά

noun (money, not credit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'll sell you this bike, but you have to pay me in cold, hard cash.
Θα σου πουλήσω αυτό το ποδήλατο, αλλά θα πρέπει να με πληρώσεις μόνο σε μετρητά.

άπονος, ανάλγητος

adjective (lacking compassion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The way they went in and grabbed their mother's stuff seemed pretty cold-hearted.

κοινό κρυολόγημα

noun (cold virus) (ιός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's no cure for the common cold.

θερμοκρασία υπό το μηδέν

noun (sub-zero temperatures)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All my delicate plants died last night in the freezing cold.

κρύος, παγωμένος

adjective (figurative (extremely cold) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She may have a warm heart but on the outside she's freezing cold.

αγχώνομαι

verbal expression (figurative, informal (abandon [sth] due to anxiety)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was starting to get cold feet about the wedding.

σνομπάρω

verbal expression (informal, figurative (snub) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the incident, they all gave her the cold shoulder.

δεν καταφέρνω να σκοράρω

verbal expression (sports: be unable to score)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω κτ μαχαίρι

verbal expression (addiction: quit abruptly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was shivering and sweating because he had no money to buy more drugs and was going cold turkey.

κάνει κρύο

(weather)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
After night fall, the desert really grows cold.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν κρυώσει και άλλο ο καιρός θα ανάψουμε το καλοριφέρ για να ζεστάνουμε το σπίτι.

ψυχραίνομαι, κρυώνω

(figurative (feelings) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Selena's love for Eric had grown cold.

είμαι κρυωμένος

verbal expression (be suffering from the cold virus)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't feel like going out today because I have a cold.

αγχώνομαι

verbal expression (figurative, informal (abandon [sth] due to anxiety)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξέρω κτ πολύ καλά

verbal expression (US, informal (know, understand [sth] completely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She scored 100% on her Spanish test because she had the conjugations down cold.

ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτά

verbal expression (US, informal (understand [sb]'s character) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρύωμα

noun (viral infection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παγωμένος

adjective (extremely cold to touch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρύος, ψυχρός, παγωμένος

adjective (without emotion) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εν ψυχρώ

adverb (figurative (without emotion)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The gunman killed his victim in cold blood.

στο ψυγείο

adverb (refrigerated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meat will go bad if not kept in cold storage.

στον πάγο

adverb (figurative (saved, postponed) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's keep that idea in cold storage until we have the capital to develop it.

στο κρύο, έξω

adverb (outside, exposed to cold weather) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hikers were caught in the cold during the early snow storm.

στα κρύα του λουτρού, εκτός, στην απ'έξω

adverb (figurative (excluded) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was left feeling out in the cold when his friends went to the pub without him.

δριμύ κρύο, παγωνιά

noun (extremely cold conditions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The intense cold numbed their limbs and paralyzed them.

αναίσθητος

adjective (informal (unconscious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευαίσθητος στο κρύο

adjective (quick to feel cold)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alessandro is very sensitive to the cold so he always wears a pullover.

ευαίσθητος στο κρύο

adjective (affected by the cold)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Those plants are sensitive to the cold: you should take them inside when it gets chilly.

παγερά αδιάφορος

adjective (figurative (completely cold)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαλάω

verbal expression (figurative (be discouraging)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They threw cold water on her plan.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cold στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cold

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.