Τι σημαίνει το vif στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vif στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vif στο Γαλλικά.
Η λέξη vif στο Γαλλικά σημαίνει εύστροφος, γρήγορος, ευαίσθητο σημείο, γρήγορος, έντονος, φωτεινός, ζωηρός, φωτεινός, έντονος, τσαχπίνης, έντονος, ζωηρός, ενθουσιώδης, ζωηρός, σβέλτος, παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικος, δραστήριος, ζωηρός, σβέλτος, άσβεστος, άσβηστος, είμαι γρήγορο πιστόλι, χρωματιστός, οξύς, έντονος, γρήγορα, ξαφνικά, ενθουσιώδης, ζωηρός, χτυπητός, πρόστυχος, εύστροφος, ζωηρός, δυνατός, φλογερός, έντονος, φωτεινός, οξύς, έντονος, έντονος, φωτεινός, εύστροφος, ευέλικτος, προσαρμοστικός, γρήγορος, διαπεραστικός, έντονος, φωτεινός, λαμπερός, έντονος, εύκολος στον χειρισμό, ευφυέστατος, πανέξυπνος, δηκτικός, καυστικός, ζωηρά, ζωηρός, ζωηρός, απότομος, δραστήριος, έντονος, αστραποβόλος, σπινθηροβόλος, οξύς, ζωηρός, ζωντανός, κοφτερός, τσουχτερός, βαθύς, πλούσιος, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, διαπεραστικός, οξύς, δριμύς, ζωηρός, ευδιάθετος, κεφάτος, που καίει δυνατά, ζωηρός, βιαστικός, διαπεραστικός, διεισδυτικός, οξύς, οξυδερκής, μεγάλος, δυνατός, έντονος, θερμός, σπίρτο, οξυμένος, ενθουσιασμός, μεστός, που τα πιάνει γρήγορα, καίγομαι ζωντανός, εύστροφος, υδράργυρος, ευστροφία, μεγάλη επιτυχία, πολύ επιτυχημένος, διακαής πόθος, έντονη επιθυμία, ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον, έντονο ενδιαφέρον, αυθόρμητη φωτογραφία, έντονο ροζ, ευστροφία, διαρκής σχολιασμός, νευρικότητα, ανησυχία, προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή, λάμπω, γδέρνω κπ/κτ ζωντανό, στιγμιότυπο, ουσία, ζήλος, έξυπνος, έξυπνος, ανοιχτός, φούξια, φούξια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vif
εύστροφοςadjectif (esprit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Viola a l'esprit vif et la répartie facile. |
γρήγοροςadjectif (compréhension) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un élève très vif. |
ευαίσθητο σημείοnom masculin Touché au vif, elle sortit de la pièce en trombe. Πέτυχαν την αχχίλειο πτέρνα της και εκείνη όρμησε έξω από το δωμάτιο. |
γρήγορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marcia marche à vive allure. Η Μάρσα περπατά με γρήγορο ρυθμό. |
έντονος, φωτεινόςadjectif (couleurs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les tons vifs du tableau attiraient l'œil. Οι έντονες (or: φωτεινές) αποχρώσεις του πίνακα μαγνήτιζαν το βλέμμα. |
ζωηρός, φωτεινός, έντονοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les couleurs vives du coucher de soleil étaient belles à contempler. Ήταν ωραίο να βλέπει κανείς τα ζωηρά χρώματα του δειλινού. |
τσαχπίνης(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η γεμάτη ζωντάνια θεία μου κάνει τους πάντες να γελάνε. |
έντονος, ζωηρός(couleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La description détaillée que l'écrivain a faite du coucher de soleil a imprimé une image vive dans mon esprit. |
ενθουσιώδης, ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σβέλτος(ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος, ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σβέλτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσβεστος, άσβηστοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι γρήγορο πιστόλι(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρωματιστόςadjectif (couleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les randonneurs portent des vestes aux couleurs vives afin d'être visible des chasseurs. Οι πεζοπόροι φορούσαν χρωματιστά μπουφάν για να είναι ορατοί από τους κυνηγούς. |
οξύς, έντονος(douleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai tout à coup senti une vive douleur à la jambe. |
γρήγορα, ξαφνικάadjectif (allure) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενθουσιώδηςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωηρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χτυπητόςadjectif (couleur) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu ne peux pas la louper : elle porte un haut rose vif. Αποκλείεται να μην τη δεις, φορά ένα χτυπητό ροζ τοπ. |
πρόστυχος(humour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les remarques crues de Josie ont choqué toute la table. Τα πονηρά σχόλια της Τζόσι σόκαραν τους πάντες στο τραπέζι. |
εύστροφοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωηρός, δυνατός(feu) (φωτιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le feu vif a détruit une douzaine de maisons. |
φλογερός(personne : positif) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντονος, φωτεινόςadjectif (couleurs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les couleurs vives ressortent bien sur un fond clair. Τα έντονα (or: φωτεινά) χρώματα αναδεικνύονται πολύ σε ανοιχτόχρωμο φόντο. |
οξύς, έντονος(douleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai une douleur vive dans le dos. Έχω έναν οξύ (or: έντονο) πόνο στην πλάτη. |
έντονος, φωτεινόςadjectif (couleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce tableau est plein de couleurs vives. |
εύστροφοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avec son esprit vif, Kelsey réussira bien à l'université. |
ευέλικτος, προσαρμοστικόςadjectif (esprit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'esprit vif de Gavin a rapidement trouvé une solution au problème. |
γρήγοροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zeke était vif : Wally parvenait tout juste à le suivre. |
διαπεραστικός, έντονοςadjectif (souvenir) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Glenn a été frappé par le souvenir vif de son bonheur passé. |
φωτεινός, λαμπερός, έντονος(χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nouvelle voiture de Claire est rouge vif. |
εύκολος στον χειρισμόadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le bateau était vif et facile à naviguer. |
ευφυέστατος, πανέξυπνοςadjectif (figuré : esprit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δηκτικός, καυστικός(esprit) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tania, avec son esprit vif, a fait rire tout le monde à table. |
ζωηράadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le sergent a crié : « Au pas vif, jeunes hommes ! » |
ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απότομος(μτφ: συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les murs étaient peints avec des couleurs intenses et vives. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε έντονα, ζωντανά χρώματα. |
αστραποβόλος, σπινθηροβόλος(μτφ: εκπέμπει ζωντάνια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξύς(douleur, problème) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le patient se plaignait d'une douleur aiguë dans la cuisse. Ο ασθενής παραπονέθηκε για οξύ πόνο στον μηρό. |
ζωηρός, ζωντανός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοφτερός(personne) (μτφ: μυαλό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Μαίη είναι προικισμένη με οξεία νοημοσύνη και εξαιρετική κλίση για σπουδές. |
τσουχτερός(vent, air, froid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un froid pénétrant lui glaçait les mains et le visage. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο αέρας ήταν τόσο τσουχτερός που ένα ελαφρύ μπουφάν δεν μπορούσε να σε προστατέψει. |
βαθύς, πλούσιος(ton, couleur) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le tableau était composé de teintes chaudes. |
διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαπεραστικός, οξύς, δριμύςadjectif (douleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La morsure de cette vipère irradiait ma jambe d'une douleur aigüe (or: vive, cinglante). |
ζωηρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευδιάθετος, κεφάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που καίει δυνατά(lumière) (φωτιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζωηρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βιαστικός(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαπεραστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À la douleur aigüe dans sa jambe, John sut qu'il ne pouvait pas continuer. |
διεισδυτικός(esprit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξύς, οξυδερκήςadjectif (intelligence) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un bon avocat a besoin d'un esprit affûté (or: vif). Ένας καλός δικηγόρος χρειάζεται να έχει κοφτερό μυαλό. |
μεγάλος, δυνατός, έντονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'éprouve des émotions fortes lorsque je regarde un match de football. Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. |
θερμόςadjectif (échange, débat) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'échange fut animé (or: vif) parce que les hommes politiques étaient d'avis contraire. |
σπίρτο(plein d'esprit) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Elle est très spirituelle (or: vive), et ses remarques sont toujours pleines d'esprit. |
οξυμένος(sentiment) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Οι οξυμένες αισθήσεις συνιστούν συχνά αντίδραση στον φόβο. |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sa passion pour la langue fait d'elle une grande relectrice. Ο ενθουσιασμός για τη γλώσσα την κάνει μια σπουδαία συντάκτρια. |
μεστός(slogan) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bob prépare et rédige des textes de présentation percutants pour de nouveaux livres. |
που τα πιάνει γρήγορα(ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καίγομαι ζωντανόςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εύστροφοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cher ami, c'est agréable de parler avec quelqu'un d'aussi vif d'esprit ! |
υδράργυροςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευστροφίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'est pas seulement intelligent, il a aussi l'esprit vif. |
μεγάλη επιτυχίαnom masculin Les spaghettis bolognaises de Max ont connu un vif succès auprès de sa copine. |
πολύ επιτυχημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le salon a été une belle réussite, en attirant de nombreux visiteurs. |
διακαής πόθος, έντονη επιθυμίαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωηρό/έντονο ενδιαφέρονnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έντονο ενδιαφέρονnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En dépit de sa dépression, il a conservé un vif intérêt pour les jeux de mots. |
αυθόρμητη φωτογραφίαnom féminin |
έντονο ροζ
|
ευστροφίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαρκής σχολιασμόςnom masculin |
νευρικότητα, ανησυχίαnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λάμπωlocution verbale (χαρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γδέρνω κπ/κτ ζωντανό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'Inquisition écorchait les prisonniers vifs pour qu'ils confessent leurs péchés présumés. |
στιγμιότυποlocution adjectivale (photo) (φωτογραφικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai pris quelques photos sur le vif du Président avec ses enfants. Τράβηξα μερικά στιγμιότυπα με τον Πρόεδρο και τα παιδιά του. |
ουσία(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζήλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le petit garçon montrait un fort désir de plaire à ses professeurs. Το μικρό αγόρι έδειχνε μεγάλο ζήλο για να ικανοποιήσει τους δασκάλους του. |
έξυπνοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il était très vif d'esprit : toujours à faire des remarques amusantes. Ήταν πραγματικά έξυπνος κι έκανε διαρκώς αστεία σχόλια. |
έξυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils ont décidé d'embaucher le candidat le plus vif d'esprit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γιος του είναι πολύ έξυπνος, σπίρτο!! |
ανοιχτός(blessure) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il avait une blessure fraîche au bras gauche qui saignait encore. |
φούξιαadjectif invariable (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φούξιαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vif στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vif
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.