Τι σημαίνει το hand στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hand στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hand στο Αγγλικά.

Η λέξη hand στο Αγγλικά σημαίνει χέρι, χαρτί, φύλλο, δίνω, δίνω, χειροκίνητος, χειροποίητος, δείκτης, δείχτης, μεριά, πλευρά, γραφικός χαρακτήρας, χέρια, ικανότητα, μέλος πληρώματος, διαπραγματευτική θέση, χέρια, χέρι, χεράκι, υπογραφή, χέρι, παλάμη, σειρά, χέρι, οδηγώ, επιστρέφω, δίνω πίσω, μεταβιβάζω, παραδίδω, παραδίνω, καταδίδω, πάσα στον αντίπαλο, απωθώ, δίνω, μοιράζω, παραδίδω, παραδίδω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, επιδέξιος, ικανός, πρόχειρος, επικείμενος, από, νιπτήρας, χειροκροτώ θερμά, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, δεμένος χειροπόδαρα, είμαι δεμένος χειροπόδαρα, δεμένος χειροπόδαρα, επείγον επαγγελματικό θέμα, χειροκίνητα, από ανθρώπινο χέρι, ταπεινά, με μετρητά, με μετρητά, κοντά μου, επικείμενος, ναυτεργάτης, αυτοκτονώ, απορρίπτω ασυζητητί, αγρεργάτης, αγρεργάτρια, εργάτης σε χωράφια, αυστηρότητα, από πρώτο χέρι, από πρώτο χέρι, γνώση από πρώτο χέρι, άμαξα με τέσσερα άλογα, είδος λεπτού κόμπου γραβάτας, ελευθερία κινήσεων, φουλ, έχω το πάνω χέρι, βγαίνω εκτός ελέγχου, παίρνω το πάνω χέρι, δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι, χειροκροτώ, βοηθώ οικονομικά, βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω, κάνω τυπική χειραψία, ζητώ κτ γονυπετής, ζητώ γονυπετής κτ από κπ, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, που πιάνει το χέρι του σε κτ, καλό φύλλο, νιπτήρας, μπλέντερ, χειροκρότημα, χειροκρότημα, ρυθμικό χειροκρότημα, κρέμα χεριών, χειροκίνητο τρυπάνι, χαρακτική με το χέρι, χαρακτική στο χέρι, χειροποίητο σκάλισμα, χειροποίητος, παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια, χειροβομβίδα, χειροκίνητος μύλος, στενά, συνεργάζομαι στενά, συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ, χέρι-χέρι, χέρι-χέρι, χέρι-χέρι, σε στενή συνεργασία, μαλακία, μεγεθυντικός φακός, χειραποσκευή, μίξερ χειρός, παραδίδω κτ σε κπ, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, χωρίς σταματημό, με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών, ανεξέλεγκτα, ερωτικό άγγιγμα, χειροκίνητη πρέσα, χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα, χειροκίνητη αντλία, μαριονέτα, καπιτονάρισμα με το χέρι, απολυμαντικό χεριών, χειρονομία, χωρίς οικονομική ασφάλεια, χωρίς οικονομική ασφάλεια, εργαλείο χειρός, πετσέτα για τα χέρια, δίτροχο καροτσάκι, υγρό σαπούνι χεριών, πλένω στο χέρι, χειροποίητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hand

χέρι

noun (body part) (μέρος σώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He put his hands in his pockets.
Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες.

χαρτί, φύλλο

noun (cards: those dealt) (παιχνίδι με τράπουλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've got a great hand. Whose lead is it?
Έχω φοβερό χαρτί. Ποιος παίζει;

δίνω

(pass, give: [sth] to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please hand this form to your parents.
Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου.

δίνω

transitive verb (pass, give: [sb] [sth]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you hand me that pen, please?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ;

χειροκίνητος

adjective (manual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's just a small hand pump, but it might be useful.
Είναι μόνο μια μικρή χειροκίνητη αντλία, αλλά μπορεί να φανεί χρήσιμη.

χειροποίητος

adjective (made by hand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's hand work, and not the common mass-produced item.

δείκτης, δείχτης

noun (clock, gauge)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I watched the minute hand approach the twelve.

μεριά, πλευρά

noun (direction, side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On your left hand you'll find the on-off button.
Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης.

γραφικός χαρακτήρας

noun (handwriting)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She has a very elegant hand.

χέρια

noun (labourer) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
How many hands will the job take?

ικανότητα

noun (skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've never really tried my hand at oriental cooking.

μέλος πληρώματος

noun (crewman)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The ship's hands were ordered to clean the deck.

διαπραγματευτική θέση

noun (bargaining position)

They have a strong hand at the negotiating table.

χέρια

noun (agency, action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I did it by my own hand.
Το έκανα με τα ίδια μου τα χέρια.

χέρι, χεράκι

noun (informal, figurative (help, aid) (καθομ, μτφ: βοήθεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you need a hand with that box?
Να σου δώσω ένα χέρι (or: χεράκι) με αυτό το κουτί;

υπογραφή

noun (figurative, dated (signature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I set my hand to the document.

χέρι

noun (pledge, word) (μεταφορικά: γάμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He asked for her hand in marriage.

παλάμη

noun (horses: measure of height)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The horse measured fourteen hands.

σειρά

noun (cards: a turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whose hand is it?

χέρι

noun (figurative (skill, touch) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He could see the hand of a true craftsman in the wardrobe.

οδηγώ

transitive verb (guide, help)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He handed her into her seat.

επιστρέφω, δίνω πίσω

phrasal verb, transitive, separable (return, give back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The immigration official handed back the passport without comment. The teacher handed back the corrected exams.
Ο υπάλληλος του τμήματος μετανάστευσης επέστρεψε το διαβατήριο χωρίς σχόλιο. Ο δάσκαλος επέστρεψε τα διορθωμένα διαγωνίσματα.

μεταβιβάζω

phrasal verb, transitive, separable (pass on to a successor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before I die, I will hand down to you, my son, my entire estate.
Γιε μου, πριν πεθάνω, θα σου μεταβιβάσω ολόκληρη την περιουσία μου.

παραδίδω, παραδίνω

phrasal verb, transitive, separable (submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students handed in their assignments to the teacher.
Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.

καταδίδω

phrasal verb, transitive, separable (informal (turn in: to police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the teenager's parents found out he was selling drugs, they handed him in to the police.
Όταν οι γονείς του εφήβου ανακάλυψαν ότι πουλούσε ναρκωτικά, τον κατέδωσαν στην αστυνομία.

πάσα στον αντίπαλο

phrasal verb, transitive, separable (American football: pass to opponent)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The quarterback handed off the ball to the running back.

απωθώ

phrasal verb, transitive, separable (rugby: push away opponent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player managed to hand off two opponents before being brought down.

δίνω

phrasal verb, transitive, separable (pass on, transmit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always hand on my favourite books to my sister.

μοιράζω

phrasal verb, transitive, separable (distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Volunteers in Haiti are handing out food and water to earthquake victims.
Οι εθελοντές στην Αϊτή διανέμουν τρόφιμα και νερό στους σεισμόπληκτους.

παραδίδω

phrasal verb, transitive, separable (object: give, relinquish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police officer persuaded Taylor to hand the knife over.

παραδίδω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (territory, child: surrender)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Damascus has given the kidnappers of eight Syrian workers until Tuesday to hand the hostages over.

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

expression (Don't risk what you have.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush.

επιδέξιος, ικανός

noun (informal (skilled person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Could you help me roll this pastry? I hear you're a dab hand in the kitchen.

πρόχειρος

expression (nearby, conveniently close)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I keep a torch at hand because of the frequent electricity cuts.
Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος.

επικείμενος

expression (figurative (imminent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With Christmas at hand, we are very busy in the shop.

από

preposition (because of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

νιπτήρας

noun (washbasin)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The washer was broken so I washed my clothes in the bathroom sink.

χειροκροτώ θερμά

verbal expression (applaud enthusiastically)

λαμβάνω θερμό χειροκρότημα

verbal expression (receive enthusiastic applause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεμένος χειροπόδαρα

expression (with hands and feet tied)

The kidnappers left him bound hand and foot in the trunk of the car.
Οι απαγωγείς τον άφησαν δεμένο χειροπόδαρα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου.

είμαι δεμένος χειροπόδαρα

verbal expression (have hands and feet tied together)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The criminal was bound hand and foot so he couldn't escape.

δεμένος χειροπόδαρα

verbal expression (figurative (inescapably obligated) (μεταφορικά, συνήθως αποδοκιμασίας)

Every child is bound hand and foot by their parents' rules.

επείγον επαγγελματικό θέμα

noun (urgent matter for discussion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have digressed enough, let's get back to the business at hand.

χειροκίνητα

adverb (manually, not by machine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can see that these tools were made by hand.

από ανθρώπινο χέρι

adverb (touched, made: by people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταπεινά

expression (figurative, informal (in a humble way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με μετρητά

expression (pay: directly with notes, coins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με μετρητά

noun as adjective (payment: made directly with notes, coins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντά μου

adjective (convenient, nearby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In flu season, keep a box of tissues close at hand.

επικείμενος

adjective (figurative (imminent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Nuclear war is close at hand!" was emblazoned on the black and yellow leaflets.
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

ναυτεργάτης

noun (worker on a ship) (χειρονακτικές εργασίες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτοκτονώ

verbal expression (kill oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απορρίπτω ασυζητητί

verbal expression (disregard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know it sounds like a conspiracy theory, but I beg you not to dismiss it out of hand.
Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο ως θεωρία συνομωσίας αλλά σε παρακαλώ να μην την απορρίψεις ασυζητητί.

αγρεργάτης, αγρεργάτρια

noun (worker on a farm)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εργάτης σε χωράφια

(agricultural worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυστηρότητα

noun (figurative (strict manner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dictator ruled with a firm hand.

από πρώτο χέρι

adjective (account: direct from source)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have first-hand experience with that computer program. The film's first-hand account of life inside a cult was chilling.

από πρώτο χέρι

adverb (directly from source) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He gave me the information first-hand.

γνώση από πρώτο χέρι

noun (directly from source)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άμαξα με τέσσερα άλογα

noun (carriage: four horse team)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδος λεπτού κόμπου γραβάτας

noun (tie knot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελευθερία κινήσεων

noun (unrestricted freedom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φουλ

noun (poker: 3 of a kind and a pair)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έχω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (attain an advantage: over [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An early goal has given the Blues the upper hand in the match.

βγαίνω εκτός ελέγχου

verbal expression (informal (become uncontrolled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party got out of hand, and a neighbour called the police.

παίρνω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (gain advantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The game lasted for hours before one team got the upper hand.

δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι

verbal expression (informal (help [sb]) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I needed help carrying the wardrobe and the neighbour gave me a hand.
Χρειαζόμουν βοήθεια για να μεταφέρω την ντουλάπα και ο γείτονας με βοήθησε.

χειροκροτώ

verbal expression (informal (applaud) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's give a big hand to our next act.
Ας χειροκροτήσουμε δυνατά για το επόμενο νούμερο.

βοηθώ οικονομικά

verbal expression (give financial aid)

βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω

verbal expression (assist, help)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should give a helping hand to the needy.

κάνω τυπική χειραψία

transitive verb (informal (greet insincerely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητώ κτ γονυπετής

verbal expression (figurative (beg, ask for [sth]) (μεταφορικά)

ζητώ γονυπετής κτ από κπ

verbal expression (figurative (beg, ask for [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος

verbal expression (figurative (belong together)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For many people, smoking and drinking go hand in hand.
Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό.

που πιάνει το χέρι του σε κτ

noun ([sb] skillful at [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλό φύλλο

noun (playing cards: lucky deal) (στα χαρτιά)

I had a good hand, but still lost the game.

νιπτήρας

noun (sink for washing hands)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a washbasin in each room.

μπλέντερ

noun (handheld food mixer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hand blenders are great for making thick soups.

χειροκρότημα

noun (applause)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χειροκρότημα

noun (act of applauding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρυθμικό χειροκρότημα

noun (clapping of hands for rhythm, etc.)

κρέμα χεριών

noun (skin moisturizer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χειροκίνητο τρυπάνι

(portable drill)

χαρακτική με το χέρι, χαρακτική στο χέρι

noun (uncountable (cutting with hand tools)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χειροποίητο σκάλισμα

noun (decorative engraving done by hand)

χειροποίητος

adjective (shaped by hand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια

noun (play activity using only the hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειροβομβίδα

noun (small explosive)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειροκίνητος μύλος

noun (handheld tool for crushing [sth])

στενά

expression (figurative (in partnership)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The mayor and the contractor were working hand in glove to get the project approved.
Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο.

συνεργάζομαι στενά

adjective (figurative (in partnership)

The government and the tech giants are hand in glove when it comes to the issue of privacy infringement.

συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ

(figurative (in partnership)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Organized crime bosses worked hand in glove with the construction industry.

χέρι-χέρι

adverb (holding hands)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The girls were best friends and could often be seen walking hand in hand.
Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι.

χέρι-χέρι

adjective (holding hands) (κυριολεκτικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hand in hand, the protesters stormed the palace.
Χέρι-χέρι οι διαμαρτυρόμενοι εξόρμησαν στο παλάτι.

χέρι-χέρι

adverb (figurative (together) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Poverty and social unrest usually go hand in hand.
Η φτώχεια και η κοινωνική αναταραχή συνήθως πηγαίνουν μαζί (or: χέρι-χέρι).

σε στενή συνεργασία

adverb (figurative (in close collaboration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two employees worked hand in hand to see the project through to the end.
Οι δύο υπάλληλοι είχαν στενή συνεργασία για να φτάσουν την εργασία μέχρι το τέλος.

μαλακία

noun (slang (masturbation of the penis) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can't believe you gave him a hand job in his car!

μεγεθυντικός φακός

noun (magnifying glass)

χειραποσκευή

noun (carry-on baggage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most airlines allow only one piece of hand luggage. You cannot carry aerosols or sharp instruments in your hand luggage.
Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν μόνο μία χειραποσκευή. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις σπρέι ή αιχμηρά αντικείμενα στη χειραποσκευή σου.

μίξερ χειρός

noun (cookery: handheld electric tool for mixing) (μαγειρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Use your hand mixer to whip the egg whites into a stiff peak.

παραδίδω κτ σε κπ

verbal expression (object: give, relinquish to [sb])

Jackson claimed that he had intended to hand the gun over to the police the next day.

παραδίδω κτ/κπ σε κπ

verbal expression (figurative (territory, child: surrender to [sb])

Spain agreed to hand over the territory to Morocco.

χωρίς σταματημό

adverb (figurative, informal (continuously) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This contract is losing us money hand over fist.

με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών

adverb (literal (grasping with alternate hands) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know the rope bridge is scary but just go slowly hand over hand and stop screaming.

ανεξέλεγκτα

adverb (figurative (in an out-of-control way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ερωτικό άγγιγμα

noun (sexual touching)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The couple were enjoying some hand play.

χειροκίνητη πρέσα

noun (pressing machine worked manually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My family uses their hand press to make homemade apple cider.

χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα

noun (printing press worked manually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Early newspapers were printed on a hand press.

χειροκίνητη αντλία

noun (device for inserting air or liquid)

μαριονέτα

noun (US (puppet worn like a glove)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καπιτονάρισμα με το χέρι

noun (patchwork sewn by hand) (διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απολυμαντικό χεριών

noun (disinfectant: gel, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χειρονομία

noun (indication made by hand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cyclists should use hand signals when turning or stopping for greater road safety.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

adjective (figurative (meeting only immediate needs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since being fired from his job, he has had to live a hand-to-mouth existence.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

adverb (figurative (meeting only immediate needs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since Mary was fired from her job, she has struggled through life hand to mouth.

εργαλείο χειρός

noun (handheld instrument)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The man selected the appropriate hand tool for the DIY task.

πετσέτα για τα χέρια

noun (small towel for drying the hands)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is usual to only lay out a hand towel in the spare bathroom.

δίτροχο καροτσάκι

noun (2-wheeled trolley)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sally used a hand truck to move the heavy boxes.

υγρό σαπούνι χεριών

noun (liquid soap)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλένω στο χέρι

transitive verb (wash by hand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροποίητος

adjective (made with skill by hand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hand στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hand

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.