Τι σημαίνει το dish στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dish στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dish στο Αγγλικά.

Η λέξη dish στο Αγγλικά σημαίνει πιάτο, πιάτα, πιάτο, μπουκιά και συγχώριο, να την πιεις στο ποτήρι, πιάτο, πιάτο, κουτσομπολεύω, σερβίρω, σερβίρω, διανέμω, παρέχω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό, λαμαρίνα, πιάτο με βοδινό, δοχείο στο οποίο μπαίνει το βούτυρο, πιάτο στο οποίο βάζω το βούτυρο, πυρέξ, μπαιν μαρί, σε βαθύ ταψί, <div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, απορρυπαντικό, τα χώνω, τη λέω, πιάτο ημέρας, πιατοθήκη, υγρό για τα πιάτα, κουτσομπολεύω, βγάζω τα άπλυτα στο φόρα, πετσέτα κουζίνας, πετσέτα, πανί, φρουτιέρα, νεφροειδές, κύριο πιάτο, πιάτο για ελιές, τρυβλίο Petri, δορυφορικό πιάτο, πιατέλα, συνοδευτικό, σαπωνοθήκη, επιδόρπιο, γλυκό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dish

πιάτο

noun (plate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What kind of dish do you want to use to serve the pasta?

πιάτα

plural noun (dirty plates, etc.) (λάντζα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It is his job to do the dishes after dinner.
Μετά το γεύμα, αυτός πλένει τα πιάτα.

πιάτο

noun (food course) (μενού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tonight's second dish is steak.
Το δεύτερο πιάτο γι' απόψε είναι φιλέτο.

μπουκιά και συγχώριο, να την πιεις στο ποτήρι

noun (slang, figurative, dated (attractive person) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a dish she is! That guy is such a dish!
Ο τύπος είναι και πολύ κόμματος.

πιάτο

noun (type of food) (γεύμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have three vegetable dishes to choose from.
Μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρία πιάτα λαχανικών.

πιάτο

noun (satellite antenna) (μτφ: δορυφορική κεραία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new dish gets us over 100 television channels.

κουτσομπολεύω

intransitive verb (US, slang (gossip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're dating someone new? I need details. Dish, please!

σερβίρω

transitive verb (serve food) (βάζω φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cafeteria worker dished the mashed potatoes onto the tray.

σερβίρω

phrasal verb, transitive, separable (serve: food) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dish me out some mashed potatoes, please.
Σέρβιρε μου σε παρακαλώ λίγο πουρέ.

διανέμω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (dispense: [sth] unpleasant) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He can dish out the teasing but he can't take it.

παρέχω, προσφέρω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (provide) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you dish up the same old excuses, it is no wonder nobody believes you any more.

σερβίρω φαγητό

phrasal verb, intransitive (literal (serve a meal) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I visit my mom, she always insists on dishing up a large plate of spaghetti for me.

λαμαρίνα

noun (shallow ovenproof container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Be sure to grease the baking dish when making roast potatoes.

πιάτο με βοδινό

noun (cookery: recipe containing meat) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beef Stroganoff is my favorite beef dish.
Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.

δοχείο στο οποίο μπαίνει το βούτυρο

noun (in fridge: butter container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιάτο στο οποίο βάζω το βούτυρο

noun (at table: butter container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were two butter dishes on the table, one with butter and one with margarine.

πυρέξ

noun (cooking pot for oven or hob) (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There are eight of us for dinner, this casserole dish won't be big enough.

μπαιν μαρί

noun (cookware) (για μπουφέ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σε βαθύ ταψί

adjective (food: baked in a deep dish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

noun (US (deep-pan pizza, thick-crust pizza)

Chicago is known for its delicious deep-dish pizzas.

απορρυπαντικό

noun (US (dish soap, washing-up liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This detergent is good for cleaning greasy pans.

τα χώνω, τη λέω

verbal expression (figurative, slang (be critical, abusive) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can dish it out well enough, but you don't like it when someone attacks you.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

πιάτο ημέρας

noun (restaurant's daily special) (σε εστιατόριο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The dish of the day at Williamson's is roast duck with your choice of vegetables.

πιατοθήκη

noun (frame for drying dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You should clean your dish rack frequently or the crockery will be unhygienic. She unloaded the dish rack as the water boiled.
Πρέπει να καθαρίζεις συχνά την πιατοθήκη σου, γιατί αλλιώς τα πιατικά δεν θα είναι ασφαλή για την υγεία σου.

υγρό για τα πιάτα

noun (detergent for cleaning dishes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We've almost run out of dish soap.

κουτσομπολεύω

verbal expression (figurative, slang (share gossip)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω τα άπλυτα στο φόρα

verbal expression (figurative, slang (share gossip) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετσέτα κουζίνας

noun (cloth for drying dishes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Put the dish towel on the radiator to dry after you finish. Maxine embroidered dishtowels for her mother for Christmas.

πετσέτα

noun (towel: for drying dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Katie looked everywhere for the dishcloth before remembering it was draped over her shoulder.

πανί

noun (cloth: for washing dishes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think it's time to buy a new dishcloth; this one is full of holes.

φρουτιέρα

noun (plate or bowl for displaying fruit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεφροειδές

noun (UK (medical: curved basin)

κύριο πιάτο

noun (principal course of a meal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The set menu had a salad starter, a main dish of lamb casserole, and ice cream or cheese for dessert.

πιάτο για ελιές

noun (receptacle for serving olives)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρυβλίο Petri

noun (lab vessel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Scientists grow bacteria in Petri dishes for use in experiments.

δορυφορικό πιάτο

noun (antenna for satellite signals)

πιατέλα

noun (large dish for presenting food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνοδευτικό

noun (food served as an accompaniment) (φαγητό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
His steak was served with a side dish of mashed potatoes.
Η μπριζόλα του είχε πουρέ ως συνοδευτικό.

σαπωνοθήκη

noun (receptacle for a bar of soap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Put the soap back in the soap dish or it'll melt all over the shower.

επιδόρπιο, γλυκό

noun (dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Normally we eat sweet dishes after the savoury ones.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dish στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dish

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.