Τι σημαίνει το web στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης web στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του web στο Αγγλικά.
Η λέξη web στο Αγγλικά σημαίνει ιστός, δίκτυο, πλέγμα, διαδίκτυο, νηκτική μεμβράνη, κομμάτι, κύλινδρος, πρόγραμμα περιήγησης, σκοτεινό δίκτυο, web crawling, βαθύ δίκτυο, τροφική αλυσίδα, είδος δηλητηριώδους αράχνης, ιστός αράχνης, ιστός αράχνης, σερφάρω στο διαδίκτυο, διαχειριστής ιστοσελίδας, διαχειρίστρια ιστοσελίδας, πρόγραμμα περιήγησης, τσατ, chat, σχεδιασμός ιστοσελίδων, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων, ανάπτυξη ιστοσελίδας, πρόγραμμα επεξεργασίας ιστοσελίδων, συντάκτης ηλεκτρονικού περιεχομένου, συντάκτρια ηλεκτρονικού περιεχομένου, σύνδεσμος, πέπλο μυστηρίου, ιστοσελίδα, πρόγραμμα δημοσίευσης ιστοσελίδων, διαδικτυακή κίνηση, που νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιών, πόδια συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη, πόδια με υμενώδη συνδακτυλία, δικτυακός τόπος, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων, διαδίκτυο, παγκόσμιος ιστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης web
ιστόςnoun (spider) (αράχνης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The webs over the window suggest no one is living here. Οι ιστοί αράχνης πάνω από το παράθυρο δείχνουν ότι δε ζει κανείς εδώ. |
δίκτυο, πλέγμαnoun (figurative (network) (κύκλωμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We're all part of a web of relationships. Είμαστε όλοι μέλη ενός δικτύου (or: πλέγματος) γνωριμιών. |
διαδίκτυοnoun (informal (internet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bought the tickets on the web. Αγόρασα τα εισιτήρια στο διαδίκτυο. |
νηκτική μεμβράνηnoun (skin between toes) Ducks have webs between their toes. Οι πάπιες έχουν νηκτική μεμβράνη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών τους. |
κομμάτιnoun (fabric) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) One web of cloth can make several curtains. |
κύλινδροςnoun as adjective (printing: press) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They used to use web presses. |
πρόγραμμα περιήγησηςnoun (internet navigation software) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Everyone has their own preferred browser. Ο καθένας έχει το αγαπημένο του πρόγραμμα περιήγησης. |
σκοτεινό δίκτυοnoun (clandestine internet content) |
web crawlingnoun (web: automated search) (αυτόματη συλλογή δεδομένων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βαθύ δίκτυοnoun (unsearchable internet content) |
τροφική αλυσίδα(ecology) |
είδος δηλητηριώδους αράχνηςnoun (venomous arachnid) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Funnel-web spiders are extremely venomous. |
ιστός αράχνηςnoun (structure spun by spider) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hate walking into spider webs in the forest. |
ιστός αράχνηςnoun (structure spun by a spider) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The hikers encountered many spiderwebs on the little-used trail. |
σερφάρω στο διαδίκτυοverbal expression (informal (browse the internet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I generally surf the web instead of watching television. |
διαχειριστής ιστοσελίδας, διαχειρίστρια ιστοσελίδαςnoun (website's head of technical support) |
πρόγραμμα περιήγησηςnoun (software for viewing the internet) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τσατ, chatnoun (typed online conversation) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχεδιασμός ιστοσελίδωνnoun (internet page: graphics, layout) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδωνnoun (creator of internet pages and sites) |
ανάπτυξη ιστοσελίδαςnoun (business of building internet sites) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόγραμμα επεξεργασίας ιστοσελίδωνnoun (software for creating internet content) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συντάκτης ηλεκτρονικού περιεχομένου, συντάκτρια ηλεκτρονικού περιεχομένουnoun ([sb] who writes or revises internet content) |
σύνδεσμοςnoun (clickable text on an internet page) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Here is a web link to the company website. |
πέπλο μυστηρίουnoun (figurative (complex plot, mystery) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom Clancy writes novels about webs of intrigue involving domestic and foreign governments. |
ιστοσελίδαnoun (internet document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The band posts announcements, photos, and concert dates on their webpage. |
πρόγραμμα δημοσίευσης ιστοσελίδωνnoun (software for uploading internet content) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαδικτυακή κίνησηnoun (visitors to website) |
που νηκτική μεμβράνη στα δάχτυλα των ποδιώνadjective (having feet with webbed toes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόδια συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνηplural noun (bird, frog: toes joined by skin flaps) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόδια με υμενώδη συνδακτυλίαplural noun (person: conjoined toes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικτυακός τόποςnoun (internet page, pages) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A lot of TV adverts these days invite viewers to visit the company's website. Σήμερα, πολλές τηλεοπτικές διαφημίσεις καλούν τους τηλεθεατές να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της διαφημιζόμενης επιχείρησης. |
σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδωνnoun ([sb]: creates internet pages) |
διαδίκτυοnoun (internet, the Net) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The World Wide Web was developed as a way of sharing research papers. |
παγκόσμιος ιστόςnoun (written, initialism (World Wide Web) Tim Berners-Lee was the inventor of the WWW. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του web στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του web
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.