Τι σημαίνει το weather στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης weather στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του weather στο Αγγλικά.
Η λέξη weather στο Αγγλικά σημαίνει καιρός, κακοκαιρία, αντεπεξέρχομαι σε κτ, διαβρώνω, φθείρομαι, καιρικός, παντός καιρού, αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο, άσχημος καιρός, αίθριος, γαλήνιος, κρύο, ψύχος, για το κρύο, που ενδείκνυται για καλοκαιρία, που είναι μόνο για τα εύκολα, φίλος στα εύκολα, κακός καιρός, θερμοκρασία υπό το μηδέν, καλός καιρός, ζεστό κλίμα, ζέστη, υγρασία, ηπιότερες καιρικές συνθήκες, βροχερός καιρός, θυελλώδης, τρικυμιώδης καιρός, παρατηρητής του καιρού, παρατηρήτρια του καιρού, λιακάδα, άσχημα, ήπιο κλίμα, μετεωρολογικό μπαλόνι, μετεωρολογικό γραφείο, μετεωρολογικός χάρτης, καιρικές συνθήκες, πρόγνωση καιρού, πρόγνωση καιρού, μετεωρολόγος, μετεωρολόγος, καιρικό μέτωπο, μετεωρολογικός χάρτης, διαταραχή καιρικού μοτίβου, καιρικά μοτίβα, παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, πρόγνωση καιρού, μετεωρολογικός σταθμός, ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχους, ξεπερνώ μια δύσκολη κατάσταση, ανεμοδείκτης, επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού, διορατικός, όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρού, ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, περίοδος βροχών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης weather
καιρόςnoun (climatic conditions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The weather is nice today. Ο καιρός είναι καλός σήμερα. |
κακοκαιρίαnoun (storm, harsh climate conditions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was some weather earlier this week. Είχαμε κακοκαιρία νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα. |
αντεπεξέρχομαι σε κτtransitive verb (endure, resist) Our boat was able to weather the storm. Η βάρκα μας κατάφερε να αντέξει την καταιγίδα. |
διαβρώνωtransitive verb (erode due to exposure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Over millennia, temperature changes had weathered the rocks. Με την πάροδο χιλιετιών η εναλλαγές στην θερμοκρασία διάβρωσαν τους βράχους. |
φθείρομαιintransitive verb (deteriorate due to exposure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) These boards will weather if you don't stain them. Αυτές οι σανίδες θα φθαρούν, εάν δεν τις βάψεις. |
καιρικόςnoun as adjective (of weather) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We're waiting for the weather report. Θα περιμένουμε την πρόγνωση του καιρού. |
παντός καιρούadjective (for all weather conditions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This winter I purchased 4 new all-weather tires for my car. |
αλλαγή του καιρού προς το χειρότεροnoun (change to unpleasant weather) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The meteorologists are predicting a bad turn in the weather this weekend. |
άσχημος καιρόςnoun (unpleasant weather conditions) The bad weather prevented us from going fishing. |
αίθριος, γαλήνιοςnoun (mild conditions) (καιρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Let's wait for a day with calm weather to canoe across the lake. |
κρύο, ψύχοςnoun (chilly conditions) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We are going north, so prepare for cold weather! |
για το κρύοnoun as adjective (for chilly conditions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που ενδείκνυται για καλοκαιρίαnoun as adjective (for use in good weather) (ως προς τη χρήση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που είναι μόνο για τα εύκολαnoun as adjective (figurative (unreliable in difficulty) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φίλος στα εύκολαnoun (when situation is unproblematic) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακός καιρόςnoun (bad weather conditions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We had to stay home because of the foul weather. |
θερμοκρασία υπό το μηδένnoun (sub-zero temperatures) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλός καιρόςnoun (pleasant weather conditions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) It was good weather for ducks -- rain all day! |
ζεστό κλίμα, ζέστηnoun (sunny conditions with high temperatures) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) During hot weather, I always dry the washing out of doors. |
υγρασίαnoun (hot, damp weather conditions) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηπιότερες καιρικές συνθήκεςnoun (less harsh climate conditions) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm looking forward to Spring when we should get milder weather. The storm brought milder weather in its wake. Περιμένω την Άνοιξη όταν θα έχουμε ηπιότερες καιρικές συνθήκες. Η καταιγίδα έφερε ηπιότερες καιρικές συνθήκες στον απόηχό της. |
βροχερός καιρόςnoun (frequent or heavy rainfall) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sometimes when we have rainy weather in the spring, we experience flooding. |
θυελλώδης, τρικυμιώδης καιρόςnoun (stormy or windy conditions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They're predicting rough weather so I think we'd better not go sailing today. |
παρατηρητής του καιρού, παρατηρήτρια του καιρούnoun ([sb] assigned to watch for [sth]) April got an internship as a weather spotter, and she learned a lot about storms. |
λιακάδαnoun (climate of sunshine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nothing is comparable to the sunny weather of Southern France. |
άσχημαadjective (figurative, informal (unwell) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I didn't go to work today because I was feeling under the weather. Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα επειδή ένιωθα αδιάθετος. |
ήπιο κλίμαnoun (mild climate, period of high temperatures) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Sonoran Desert is known for its warm weather during most of the year. |
μετεωρολογικό μπαλόνι(meteorology) |
μετεωρολογικό γραφείοnoun (meteorological office) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The national weather bureau keeps records on snowfall going back over a hundred years. |
μετεωρολογικός χάρτηςnoun (diagram to illustrate weather forecast) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καιρικές συνθήκεςnoun (state of the weather) |
πρόγνωση καιρούnoun (meteorological prediction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The weather forecast says it will rain tomorrow. Το δελτίο καιρού λέει ότι θα βρέξει αύριο. |
πρόγνωση καιρούnoun (broadcast prediction of the weather) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The weather forecast follows the news at 7pm. Το δελτίο καιρού ακολουθεί μετά τις ειδήσεις στις 7 μ.μ. |
μετεωρολόγοςnoun (meteorologist) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μετεωρολόγοςnoun (on TV, radio, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The weather forecaster is nearly always wrong, so bring your umbrella. |
καιρικό μέτωποnoun (boundary between air masses) |
μετεωρολογικός χάρτηςnoun (diagram to illustrate weather forecast) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The weather map showed a storm coming in from the east. |
διαταραχή καιρικού μοτίβουnoun (meteorological anomaly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καιρικά μοτίβαplural noun (meteorological trends) |
παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρούnoun (weather forecaster on TV) |
πρόγνωση καιρούnoun (broadcast prediction of the weather) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The weather reports all say the hurricane will strike to the east. |
μετεωρολογικός σταθμόςnoun (meteorological facility) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Weather stations are located throughout the state to verify weather conditions. |
ταινία για την απόφραξη χαραμάδων παραθύρων έναντι καιρικού ψύχουςnoun (building material) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεπερνώ μια δύσκολη κατάστασηverbal expression (figurative (endure tough experience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The entire world is weathering the storm of the financial crisis. |
ανεμοδείκτηςnoun (wind-direction indicator) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The weathervane showed that the wind was blowing to the east. |
επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρούadjective (skillful in predicting the weather) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διορατικόςadjective (figurative (skillful in predicting opinions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όσον αφορά τον καιρό, από πλευράς καιρούadverb (as far as the weather is concerned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Weather-wise, it looks as though we are in for a gorgeous weekend. |
ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκεςadjective (damaged by the elements) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The old sailor's weatherbeaten face was covered in wrinkles. |
παρουσιάστρια δελτίου καιρούnoun (informal (female weather presenter on TV) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος βροχώνnoun (period of rain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This summer has been bad, nothing but wet weather almost every day. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του weather στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του weather
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.