Τι σημαίνει το your στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης your στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του your στο Αγγλικά.

Η λέξη your στο Αγγλικά σημαίνει σου, -, δικός σου, δικός σας, δική σας, δικός σου, δική σου, άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, το υπόλοιπο της ζωής σου, αγαπημένος, η καμπύλη της πλάτης, τεντώνομαι προς τα πίσω, πολύ μακρύς, μεταξύ των πρώτων, έχω εξαιρετικές επιδόσεις, είμαι σε απόγνωση, που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, στην κρίση σου, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, το συντομότερο δυνατόν, άμεσα διαθέσιμος, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, στην κρίση σου, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, με δική σας ευθύνη, στη διάθεση σου, τα χρόνια της ωριμότητας, μαρτύριο, αξίζω τα λεφτά μου, δείχνω τα δόντια, κλαίω γοερά, έχω βαρεθεί τη ζωή μου, τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ, είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, μπροστά στα μάτια μου, πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ, πριν από σένα, πίσω από την πλάτη κάποιου, η καλύτερη κίνηση, ό,τι στοίχημα θες, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, όπως με γέννησε η μάνα μου, δαγκώνομαι, ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, αποπροσανατολίζω, φυσάω την μύτη μου, κοκορεύομαι, γίνομαι έξαλλος, εντυπωσιάζω, γεννημένος στα πλούτη, χορεύω στα γόνατα, σκύβω το κεφάλι, επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ, κάνω να πέσει στα μαλακά, ραγίζω την καρδιά κάποιου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, σκοτώνομαι, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, αφήνω την τελευταία μου πνοή, γεφυρώνω τις διαφορές, καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια, κόβω τις γέφυρες, στρουθοκαμηλίζω, αγχώνομαι, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, παρά τρίχα, αμφισβητώ, ψηφίζω, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, θυμάμαι, ψηφίζω, ψηφίζω, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, ξελαχανιάζω, παίρνω μια ανάσα, κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέση, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, χειροκροτώ, συμμαζεύομαι, βρίσκω χρόνο, καθαρίζω το όνομα μου, ξεροβήχω, σφίγγω τις γροθιές μου, <div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στην καρδιά σου, αρνούμαι να ακούσω, κλείσε τα μάτια, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, θολώνω την κρίση, συγκεντρώνομαι, ωριμάζω, καλύπτω παν ενδεχόμενο, αποτελώ εμπόδιο για κπ, τεντώνω τον λαιμό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης your

σου

adjective (possessive: belonging to you) (ενικός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Is that your dog?
Αυτός είναι ο σκύλος σας;

-

pronoun (informal (members of a group) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Your average teenager isn't interested in the stock market.
Ο μέσος έφηβος δεν ενδιαφέρεται για το χρηματηστήριο.

δικός σου

pronoun (possessive: belonging to you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Is this umbrella yours?
Αυτή η ομπρέλα είναι δική σου;

δικός σας, δική σας, δικός σου, δική σου

adverb (formula used to end letter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ellen, please write to me as soon as you can. Yours, Maddy.
Έλεν, γράψε μου σε παρακαλώ όσο πιο σύντομα μπορείς. Φιλικά, Μάντυ.

άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου

noun (figurative (achievement) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου

expression (figurative (burden: mental or emotional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου

interjection (informal (stop behaving immaturely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred should start acting his age.

το υπόλοιπο της ζωής σου

expression (for rest of your life)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγαπημένος

noun (beloved person)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jenny loved all her children, but her eldest child was the apple of her eye.
Η Τζένη αγαπούσε τα παιδιά της, αλλά το μεγαλύτερο ήταν η αδυναμία της.

η καμπύλη της πλάτης

noun (curve of lower back)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In this yoga pose, tuck your right arm behind the arch of your back.

τεντώνομαι προς τα πίσω

verbal expression (stretch over backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please arch your back and take a deep breath.

πολύ μακρύς

expression (figurative, informal (very long)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεταξύ των πρώτων

adjective (among the best)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He graduated at the top of his class and was accepted to a very good university.

έχω εξαιρετικές επιδόσεις

expression (figurative (performing brilliantly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι σε απόγνωση

adjective (upset, frustrated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Kathy was at her wit's end with worry when her son failed to come home from school.
Η Κάθι ήταν σε απόγνωση όταν ο γιος της δε γύρισε σπίτι από το σχολείο.

που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει

adjective (unable to find a solution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Having spent three hours unsuccessfully trying to fix the photocopier, Dave was at his wit's end.
Μετά από τρεις ώρες που προσπαθούσε να φτιάξει το φωτοτυπικό ο Ντέιβ δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει.

στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή

expression (available to serve you at any time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I will be at your beck and call.

στη διάθεση σου

adverb (under your control)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στη διάθεση σου

adverb (available to you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στη διάθεση σου

adverb (humorous (ready to help you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία

expression (formal (when it suits you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please return my books at your convenience.

στην κρίση σου

adverb (according to your judgement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You may sign your name or remain anonymous, at your discretion.

στη διάθεση σου

adverb (available for your use)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll leave the computer at your disposal.
Θα αφήσω τον υπολογιστή στη διάθεσή σου.

στη διάθεση σου

adverb (person: available to serve you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Once I finish this work I will be at your disposal.
Μόλις τελειώσω αυτήν την εργασία θα είμαι στη διάθεσή σου.

το συντομότερο δυνατόν

expression (as soon as it is possible for you)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please respond at your earliest convenience. Please call me back at your earliest convenience.

άμεσα διαθέσιμος

expression (figurative (easily available)

You should have everything you need at your fingertips before you start your work.

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι

adverb (when you feel like it)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You may finish the job at your leisure.

στην κρίση σου

adverb (as you see fit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό

adverb (at a speed one is comfortable with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
From the tortoise and the hare, we learn that one can proceed at one's own pace and still be a winner.

με δική σας ευθύνη

adverb (without anyone else being liable)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Swim in the river at your own risk.

στη διάθεση σου

adverb (ready to help you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am at your service.

τα χρόνια της ωριμότητας

noun (figurative (later years of life) (ευφημισμός)

In the autumn of his life, Charles was no longer interested in his former hobbies.

μαρτύριο

noun (figurative (source of annoyance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My computer's crashed again; technology is the bane of my life!
Ο υπολογιστής πάλι κράσαρε. Η τεχνολογία είναι το χειρότερό μου!

αξίζω τα λεφτά μου

noun (US, slang (value for money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This computer is last year's model, but it has great bang for your buck.
Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του.

δείχνω τα δόντια

verbal expression (snarl, show teeth)

The dog growled and bared his teeth at the cat.

κλαίω γοερά

verbal expression (figurative, informal (cry, weep loudly)

The little girl was bawling her eyes out because she had lost her doll.

έχω βαρεθεί τη ζωή μου

verbal expression (figurative, informal (be extremely bored) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα

verbal expression (be very worried or frightened)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ

verbal expression (benefit [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know you're not a natural linguist, but learning French would be to your advantage, given that we live in France.

είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου

verbal expression (male: be independent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπροστά στα μάτια μου

adverb (right in front of you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His father was murdered right before his eyes.

πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ

adverb (informal (before your birth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I remember the day President Kennedy was shot - but that's before your time.

πριν από σένα

adverb (informal (before your involvement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He used to be Managing Director here, but that was a few years before your time.

πίσω από την πλάτη κάποιου

expression (figurative, informal (without [sb]'s knowledge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She often told lies about him behind his back.

η καλύτερη κίνηση

noun (informal, figurative (most promising option)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your best bet would be to contact the organisers directly and ask if they still have tickets.
Η καλύτερη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσεις απευθείας με τους διοργανωτές και να ρωτήσεις αν υπάρχουν ακόμα εισιτήρια.

ό,τι στοίχημα θες

verbal expression (US, figurative, informal (be certain) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can bet your bottom dollar I'll get home in time for supper.

περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία

verbal expression (wait calmly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπως με γέννησε η μάνα μου

noun (slang, figurative (nakedness) (καθομιλουμένη: κάνω κάτι)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
"What do you wear in bed?" "My birthday suit."
«Τι φοράς όταν κοιμάσαι;» «Κοιμάμαι όπως με γέννησε η μάνα μου».

δαγκώνομαι

verbal expression (figurative (refrain from saying [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου

interjection (informal (affection, endearment)

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

verbal expression (slang (astound [sb]) (μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I heard about the revolutionary new cancer treatment, it blew my mind. Wait until you see the final scene of the movie--it's going to blow your mind!

αποπροσανατολίζω

verbal expression (slang (drugs: disorient, overwhelm [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φυσάω την μύτη μου

verbal expression (expel mucus)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please blow your nose instead of sniffing.

κοκορεύομαι

verbal expression (figurative (boast, be self-congratulatory)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι έξαλλος

verbal expression (figurative, informal (become very angry)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

εντυπωσιάζω

verbal expression (be bewildering, amazing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεννημένος στα πλούτη

adjective (figurative (have a wealthy upbringing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was born with a silver spoon in her mouth.

χορεύω στα γόνατα

verbal expression (baby, child: dandle) (μωρό ή παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκύβω το κεφάλι

transitive verb (lower: your head)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The parishioners bowed their heads in prayer.

επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ

verbal expression (force to obey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω να πέσει στα μαλακά

verbal expression (lessen impact)

Fortunately, the pillow broke the boy's fall, and he wasn't injured.

ραγίζω την καρδιά κάποιου

verbal expression (figurative (make [sb] sad) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It breaks my heart to hear you are quitting.

παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού

verbal expression (fracture a neck bone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chris ended up paralysed after breaking his neck in a motorcycle accident.

σκοτώνομαι

verbal expression (figurative (make effort) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This project is so much work; I've been breaking my neck all week and I still don't feel like I'm getting anywhere!

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

verbal expression (figurative (make effort) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We broke our necks to get our candidate elected.

αφήνω την τελευταία μου πνοή

verbal expression (die)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After she received extreme unction, she breathed her last breath.

γεφυρώνω τις διαφορές

verbal expression (figurative (be reconciled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once Matt and Julie had bridged their differences, they were able to be friends again.
Όταν έλυσαν τις διαφορές τους, ο Ματ και η Τζούλη μπόρεσαν να ξαναγίνουν φίλοι.

καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια

verbal expression (informal (work harder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω τις γέφυρες

verbal expression (figurative (eliminate possibility of retreat) (μεταφορικά)

στρουθοκαμηλίζω

verbal expression (figurative (ignore stressful situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αγχώνομαι

plural noun (figurative (nerves, performance anxiety)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had butterflies in my stomach before the exam. Nina always gets butterflies before a performance.

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

verbal expression (dated, figurative, slang (do not talk) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Button your mouth--I don't want to hear about it any more.

παρά τρίχα

expression (only just, barely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφισβητώ

verbal expression (challenge [sb] who may be faking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηφίζω

verbal expression (vote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The issue has been discussed, so please cast your ballots in silence.

απλώνω τα δίχτυα μου παντού

verbal expression (figurative (use wide range of resources)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company is casting its net wide in its search for exactly the right person for the job.

θυμάμαι

verbal expression (recall the past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηφίζω

verbal expression (vote)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You must go to a polling booth to cast your vote.

ψηφίζω

verbal expression (vote for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Are you going to cast your vote for the liberal or conservative candidate?
Θα ψηφίσεις υπέρ του φιλελεύθερου ή του συντηρητικού υποψηφίου;

Κατάπιες τη γλώσσα σου;

expression (figurative, informal (Why aren't you talking?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What's the matter, has the cat got your tongue?

ξελαχανιάζω

verbal expression (pause to breathe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had to take 20 flights of stairs. It took me several minutes to catch my breath.

παίρνω μια ανάσα

verbal expression (figurative (take a break) (μεταφορικά: διάλειμμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now that we're done with most of the rush jobs, we can catch our breath.

κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα

verbal expression (informal (catch a bad cold)

αλλάζω γνώμη

verbal expression (reverse your decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I changed my mind and decided to go to the party after all.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (change opinion)

θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέση

interjection (reminder: social privilege)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She told him he needed to check his privilege and develop a little more empathy for others.

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

transitive verb (clap in time to music)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The children clapped their hands along with the music.

χειροκροτώ

verbal expression (applaud, get attention, etc.) (ως επιδοκιμασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children were becoming noisy and hyperactive, and the teacher had to clap her hands loudly to get their attention. Lady Winifred superciliously clapped her hands for the soup to be served.

συμμαζεύομαι

verbal expression (informal (behave properly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω χρόνο

verbal expression (make time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Could you clear some space on your calendar to spend some time with her?

καθαρίζω το όνομα μου

verbal expression (prove your innocence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have to sue that slanderer in court in order to clear your name.

ξεροβήχω

verbal expression (cough before speaking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butler respectfully cleared his throat.

σφίγγω τις γροθιές μου

verbal expression (make fist with both hands)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (tap heels together)

στην καρδιά σου

expression (cherished, important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a subject that's close to my heart.

αρνούμαι να ακούσω

verbal expression (figurative (refuse to listen to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείσε τα μάτια

verbal expression (shut your eyelids) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you feel stressed, just relax, close your eyes and take deep breaths.

κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε

verbal expression (figurative (ignore [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most families close their eyes to the fact that they're responsible for their children's failure.

θολώνω την κρίση

verbal expression (impair or prejudice [sb]'s reasoning) (μεταφορικά: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't let your love for someone cloud your judgment.

συγκεντρώνομαι

verbal expression (figurative (compose yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He collected his thoughts before he started speaking.

ωριμάζω

verbal expression (become confident and mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω παν ενδεχόμενο

verbal expression (figurative (take full precautions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have researched it thoroughly and we believe that we have covered all the bases.

αποτελώ εμπόδιο για κπ

verbal expression (informal (hinder [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred complained that having to take his little brother with him would cramp his style.

τεντώνω τον λαιμό μου

verbal expression (stretch your neck to see [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They craned their necks to try to get a glimpse of the princess.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του your στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του your

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.