Τι σημαίνει το a few στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a few στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a few στο Αγγλικά.

Η λέξη a few στο Αγγλικά σημαίνει λίγοι, λίγοι, λίγοι, λίγοι, λίγοι από, οι λίγοι, λίγα ψιλά, κάτι ψιλά, μερικές φορές, μερικές φορές, υπερβολικά πολύς, πίνω κάτι παραπάνω, περιληπτικά, εν ολίγοις, όχι και λίγοι, αρκετοί, αρκετά, προκαλώ έκπληξη, προκαλώ αντιδράσεις, λέω λίγα λόγια, μεταξύ άλλων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a few

λίγοι

adjective (not many) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Few people know that Schumann's wife was also a gifted composer.
Λίγοι άνθρωποι ξέρουν ότι και η σύζυγος του Σούμαν ήταν επίσης ταλαντούχα συνθέτρια.

λίγοι

pronoun (not many people) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Few have ever seen this painting.
Αυτόν τον πίνακα τον έχουν δει λίγοι.

λίγοι

adjective (small number of) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've got a few questions to ask you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι συμμετέχοντες στην εκδρομή ήταν ευάριθμοι.

λίγοι

pronoun (small number) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
A few came, but not many.
Λίγοι ήρθαν, όχι πολλοί.

λίγοι από

pronoun (small number) (μόνο πληθυντικός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A few of her students failed the exam.
Μερικοί από τους μαθητές της απέτυχαν στο διαγώνισμα.

οι λίγοι

plural noun (minority) (μόνο πληθυντικός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The few who knew him well, loved him dearly.
Οι λίγοι που τον ήξεραν καλά τον αγαπούσαν πάρα πολύ.

λίγα ψιλά, κάτι ψιλά

noun (UK, slang, dated (money: small sum) (καθομ: χρήματα)

I gave a few bob to the kid next door; he helped me wash the car.

μερικές φορές

adverb (on several occasions)

That boy has come over a few times and always behaved himself.

μερικές φορές

adverb (with several repetitions)

After you do it a few times it doesn't seem so terrible.

υπερβολικά πολύς

expression (an excessive number of)

This has happened a few too many times now. It has to stop.

πίνω κάτι παραπάνω

verbal expression (UK, slang (drink alcohol to excess) (αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bartender kept her car keys because she had had a few too many.

περιληπτικά, εν ολίγοις

adverb (succinctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's such a long story! I'll tell you in a few words.

όχι και λίγοι

adjective (quite a lot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There were not a few vegetarians among us.
Δεν ήταν και λίγοι οι χορτοφάγοι ανάμεσά μας.

αρκετοί

adjective (a considerable number of) (πάντα πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I didn't expect many participants, but quite a few people actually came.

αρκετά

adverb (a considerable number)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προκαλώ έκπληξη

verbal expression (informal, figurative (cause surprise)

προκαλώ αντιδράσεις

verbal expression (informal, figurative (cause disapproval)

λέω λίγα λόγια

verbal expression (informal (make a short speech)

I was asked to say a few words at my Grandpa's funeral.

μεταξύ άλλων

expression (some of a long list)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What lakes are in Minnesota? To name but a few, Red Lake, Gull Lake, and Lake Minnetonka.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a few στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του a few

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.