Τι σημαίνει το knock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης knock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knock στο Αγγλικά.

Η λέξη knock στο Αγγλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κατακρίνω, κακολογώ, χτύπημα, κριτική, χτύπημα, πλήγμα, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, χτυπάω, συζητώ, εμποδίζω, παρακωλύω, κατεβάζω, κοπανάω, χτυπάω, κοστίζω κτ σε κπ, κατεδαφίζω, ρίχνω, κατεβάζω, χτυπώ, ανατρέπω, γκρεμίζω, κατεδαφίζω, συντρίβω, ξεπετάω, αντιγράφω, σχολάω, ρίχνω, κατεβάζω, αφήνω ξερό, κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός, βγάζω νοκ άουτ, αποκλείω, κάνω κπ να τα δει όλα, ξεπετάω, ξεπετώ, χτυπάω, ρίχνω, γκαστρώνω, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, περνάω, κάνω προθέρμανση, σκληρό χτύπημα, βαριά χτυπήματα, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, κόφτο, κόφ' το, το κόβω, με πήραν τα χρόνια, κάνω νοκ ον, νοκ ον, χτύπα ξύλο, σπρώχνω, κτυπώ, κατεβάζω κπ από το καλάμι του, διορθώνω τις ατέλειες, φτιάχνω πρόχειρα, προθέρμανση, εκπλήσσω, Δώσ' του να καταλάβει!, παράπλευρη συνέπεια, μειωμένη τιμή, μαϊμού, μαϊμού, αναστατώνω, σοκάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης knock

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (on door)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry knocked on the door.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The swinging sign knocked Dan in the head.
Η περιστρεφόμενη πινακίδα χτύπησε τον Νταν στο κεφάλι.

κατακρίνω, κακολογώ

transitive verb (criticize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth told Sean, "Don't knock quiz shows; you can learn a lot from them."
Ο Σεθ είπε στον Σον, «Μην κατακρίνεις τα τηλεπαιχνίδια. Μπορείς να μάθεις πολλά από αυτά».

χτύπημα

noun (noise at door) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tina went to answer a knock on the door.
Η Τίνα πήγε να απαντήσει στο χτύπημα της πόρτας.

κριτική

noun (informal, figurative (criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben's knock at the mayor's reputation was not well received.

χτύπημα

noun (sound like a knock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The knock of the hammer against the wall woke everyone up.

πλήγμα

noun (setback) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The loss of funding was a huge knock to the project's progress.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (car engine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom took his car to the mechanic because his engine was knocking.

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (punch or treat roughly) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal, figurative (consider, debate: an idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (punch or treat roughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (consider, debate: an idea) (με άλλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω, παρακωλύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (impede progress of) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The unexpected obstacle knocked her back and she was not able to finish on time.

κατεβάζω, κοπανάω, χτυπάω

phrasal verb, transitive, separable (slang (drink greedily) (αργκό, για ποτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοστίζω κτ σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (cost)

That new car must have knocked you back a fair amount!

κατεδαφίζω

phrasal verb, transitive, separable (demolish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The old office building was knocked down to make place for a new shopping mall.
Το παλιό κτίριο γραφείων κατεδαφίστηκε ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ένα νέο εμπορικό κέντρο.

ρίχνω, κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reduce the price of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No one was buying anything so they decided to knock down the prices.
Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές.

χτυπώ

phrasal verb, transitive, separable (pedestrian: hit with a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car knocked him down as he crossed the street.
Τον χτύπησε το αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε τον δρόμο.

ανατρέπω, γκρεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (cause to fall to the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The objective of bowling is to knock down as many pins as possible.
Στόχος του μπόουλινγκ είναι να ρίξεις κάτω όσο το δυνατόν περισσότερες κορίνες.

κατεδαφίζω, συντρίβω

phrasal verb, transitive, separable (demolish, break down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before adding the extra room to the house they had to knock in the kitchen wall.

ξεπετάω

phrasal verb, transitive, separable (slang (finish rapidly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I knocked off a politics essay while I was waiting for her to get ready.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

αντιγράφω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (brand: copy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're knocking off designer brands and selling the goods in the local market.
Αντιγράφουν επώνυμες μάρκες και πουλάνε τα προϊόντα στην τοπική αγορά.

σχολάω

phrasal verb, intransitive (slang (finish day's work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When it rains, the boss lets us knock off work early.
Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά.

ρίχνω, κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (price: reduce) (τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There's a button missing from this dress. Could you knock a couple of pounds off the price?
Λείπει ένα κουμπί απ' αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσατε να κάνετε δύο λίρες σκόντο;

αφήνω ξερό

phrasal verb, transitive, separable (informal (strike unconscious) (καθομιλουμένη: λιποθυμία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The goalkeeper collided with the striker and knocked him out.
Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ.

κάνω κπ να ξεραθεί, κάνω κπ να πέσει ξερός

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (send to sleep) (αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The chloroform knocked her out.
Το χλωροφόρμιο την κοίμισε.

βγάζω νοκ άουτ

phrasal verb, transitive, separable (KO: defeat in boxing match)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boxer knocked out his opponent in the third round.
Ο μποξέρ έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλό του στον τρίτο γύρο.

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (competitor: eliminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the semi-final of the competition, Manchester United knocked Liverpool out.
Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ.

κάνω κπ να τα δει όλα

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (impress) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sophie knocked everybody out with her great singing voice.
Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της.

ξεπετάω, ξεπετώ

phrasal verb, transitive, separable (slang (do hurriedly) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben quickly knocked the essay out.
Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία.

χτυπάω

phrasal verb, transitive, separable (pedestrian: hit with a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bus was delayed because a cyclist was knocked over by a car.
Το λεωφορείο καθυστέρησε γιατί ένας ποδηλάτης παρασύρθηκε από ένα αμάξι.

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (from upright position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I got mad at the little girl for knocking over my statue.

γκαστρώνω

phrasal verb, transitive, separable (often passive, slang (make pregnant) (αργκό, μειωτικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her boyfriend knocked her up when she was 16, which put an end to her dreams of being an actress.

φτιάχνω κτ στα γρήγορα

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (make or put together hurriedly) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (call on) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Knock me up next time you're passing and we'll have a coffee together. Knock me up when you've finished work.
Πέρνα από δω την επόμενη φορά που θα περνάς και θα πιούμε καφέ.

κάνω προθέρμανση

phrasal verb, intransitive (informal, UK (tennis: practise before game) (τένις, πριν την έναρξη του αγώνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληρό χτύπημα

plural noun (figurative, informal (real-life experience) (μεταφορικά)

Dan brings to the job a life-long experience of hard knocks.

βαριά χτυπήματα

plural noun (figurative, informal (difficult experiences) (μεταφορικά)

The advertising industry has taken some hard knocks in the recent economic downturn.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(hit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel tripped and knocked into a coworker.

κόφτο, κόφ' το

interjection (slang (stop it) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Knock it off! Go and play somewhere else--I'm trying to do some work!
Κόφτο! Πήγαινε να παίξεις κάπου αλλού. Προσπαθώ να δουλέψω.

το κόβω

verbal expression (slang (stop: doing, saying) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gary was whistling tunelessly until Dave told him to knock it off.

με πήραν τα χρόνια

(UK, informal (grow old) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω νοκ ον

(rugby: use arm illegally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νοκ ον

noun (rugby: illegal use arm)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χτύπα ξύλο

expression (said in order to avoid bad luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπρώχνω, κτυπώ

verbal expression (informal (shove aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ran down the school hallway knocking people out of his way.

κατεβάζω κπ από το καλάμι του

verbal expression (figurative (humble [sb] who is self-important) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Losing a game so early in the tournament knocked him off his pedestal.

διορθώνω τις ατέλειες

verbal expression (informal, figurative (refine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The band have knocked the rough edges off their playing and now sound more professional.

φτιάχνω πρόχειρα

(slang (assemble crudely)

Helga knocked dinner together from whatever she could find in the fridge.

προθέρμανση

noun (informal, UK (tennis: pre-game practice) (τένις, πριν την έναρξη του αγώνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκπλήσσω

verbal expression (figurative, informal (amaze, impress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Δώσ' του να καταλάβει!

interjection (slang, figurative (go ahead, do it)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Could I try riding your bike?" "Sure, knock yourself out!"

παράπλευρη συνέπεια

noun (UK (indirect consequence)

Inflation can be a knock-on effect of increased government spending.

μειωμένη τιμή

noun (UK, informal (low cost, discounted price)

This holiday season, our store will offer the best knockdown prices of the year.

μαϊμού

adjective (slang (counterfeit) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μαϊμού

noun (slang (bootleg copy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's not a real designer purse; it's only a cheap knockoff.

αναστατώνω, σοκάρω

verbal expression (upset, shock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news of her brother’s death really threw Evie for a loop. Discovering his wife had been cheating on him with his best friend knocked Stuart for a loop.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του knock

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.