Τι σημαίνει το more στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης more στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του more στο Αγγλικά.

Η λέξη more στο Αγγλικά σημαίνει περισσότερος, άλλος, περισσότεροι, πιο, περισσότερο, περισσότερο, περισσότεροι, άλλος, κι άλλοι, πιο πολλοί, ήθη, περισσότερα, πολλοί, πολλοί, οι πολλοί, πολύ, πολύ, πολύς, πολύ, πολύς, ακριβώς, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα, λίγο πιο συχνά, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερο, ακόμα περισσότερο, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, εναπομείναν, πάνω από, απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου, αναπνέω πιο εύκολα, εξετάζω καλύτερα, ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο, όλο και περισσότερο, όλο και πιο, πολύς περισσότερος από, κάτι παραπάνω από, παντοτινά, κάνω κτ πιο όμορφο, κάνω κτ πιο ελκυστικό, κάνω κτ πιο δύσκολο, πολύ περισσότεροι, πολλοί άλλοι, ολοένα και περισσότερο, ολοένα και περισσότεροι, πιο μακρινός, πιο απλησίαστος,απόμακρος, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, πιο σημαντικός, περισσότερο, πιο πιθανό, μοιάζω περισσότερο με κτ, πιο συχνά, συνήθως, λίγο πολύ, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, περισσότερο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, υπεραρκετός, υπεραρκετός, περισσότερο από ποτέ, περισσότερο απο το αναμενόμενο, περισσότερος απο το αναμενόμενο, περισσότερο από το μισό, πάνω από ένας, πάνω από ένας, πολλά περισσότερα, πολύ περισσότερο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ούτε πιο... ούτε πιο..., όχι άλλος, το πολύ, όχι πλέον, όχι πια, ακριβώς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος, όχι πια, τίποτα άλλο, τίποτε άλλο, τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, άλλος, ακόμα ένας, άλλη μια φορά, ή παραπάνω, ή περισσότερο, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, όσο...τόσο..., όσο περισσότερο...τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ...τόσο πιο πολύ..., αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, επιπλέον, επιπρόσθετα, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης more

περισσότερος

adjective (in greater amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This shop has more choice than that shop.
Αυτό το μαγαζί έχει περισσότερες επιλογές από εκείνο.

άλλος

adjective (additional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Would you like more milk?
Θέλεις άλλο γάλα;

περισσότεροι

adjective (in greater number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
More mothers are choosing natural childbirth.
Περισσότερες (or: Πιο πολλές) μητέρες επιλέγουν τη φυσική γέννα.

πιο

adverb (in greater degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We should have taken a more scenic route.
Έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει μια πιο γραφική διαδρομή.

περισσότερο

adverb (to greater degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I sleep more than I used to.
Κοιμάμαι περισσότερο (or: πιο πολύ) από όσο συνήθιζα.

περισσότερο

adverb (further)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He ran more than he had ever done before.
Έτρεξε περισσότερο (or: πιο μακριά) από ποτέ.

περισσότεροι

pronoun (greater number)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
One hundred voted for him, but more voted against.
Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του.

άλλος

pronoun (additional amount)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
We have lots of food. Would you like more?
Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο;

κι άλλοι, πιο πολλοί

pronoun (greater number)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
More came in as the party went on.
Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι).

ήθη

plural noun (moral conventions, customs)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When she first moved to China, Priscilla wasn't familiar with Chinese mores.

περισσότερα

pronoun ([sth] better)

I was hoping for more from you.
Περίμενα περισσότερα από εσένα.

πολλοί

adjective (a large number of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna has many cousins.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

πολλοί

pronoun (many people or things)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many have tried to climb the mountain and failed.
Πολλοί προσπάθησαν να ανεβούν στο βουνό και απέτυχαν.

οι πολλοί

plural noun (a lot of people)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This government's policies benefit only the richest, not the many.

πολύ

adverb (greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He looks much older now.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

πολύ

adjective (of great degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They ate much more than usual yesterday.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πολύς

adjective (of great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We heard much laughter coming from the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

πολύ

adjective (in comparisons) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He felt much better after taking an aspirin.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

πολύς

noun (great amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Much of his reasoning was illogical.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

ακριβώς

noun (often negative (notable thing) (άρνηση: με ουσιαστικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It wasn't much of a lunch - just a few snacks.
New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός.

λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα

noun (a small additional quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I already added salt to the potatoes, but I think they could use a little more.

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα

adjective (slightly more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
May I have a little more tea, please?

για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα

adverb (for a short while longer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girl asked her mother if she could continue playing outside a little more.

λίγο πιο συχνά

adverb (slightly more often)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to exercise a little more if you want to get fit.

πολύ περισσότερος

noun (greater amount)

A banker makes a lot more than a teacher.
Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή.

πολύ περισσότερος

noun (greater number)

A few hundred is a lot more than a couple dozen.
Μερικές εκατοντάδες είναι πολύ περισσότερο από δυο δωδεκάδες.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater amount)

I need a lot more flour to make this dough.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater number)

A lot more people are taking up cycling these days.

πολύ περισσότερο

adverb (to greater degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Your foot bends a lot more when you run.

ακόμα περισσότερο

expression (even more)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Crying in front of her embarrassed him, but it made her love him all the more.
Ντράπηκε που έκλαψε μπροστά της, αλλά αυτό την έκανε να τον αγαπήσει ακόμα περισσότερο.

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

expression (even more so) (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need a strong pair of boots if you go hiking, all the more so now that it's winter.

εναπομείναν

adjective (some remaining)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do we have any more bread?
Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί;

πάνω από

expression (greater)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If the number of people in the lift is any more than five, it becomes uncomfortably crowded.

απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου

verbal expression (figurative, informal (accept an overly ambitious task) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gabriella thought she would enjoy being team leader, but she may have bitten off more than she can chew.

αναπνέω πιο εύκολα

(stop struggling for breath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The drug relaxes the muscles in the chest so the patient can breathe easier.

εξετάζω καλύτερα

(figurative (investigate further)

Unconvinced by the woman's alibi, the chief inspector delved deeper and discovered that she was lying.

ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο

adverb (still more, all the more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vigilance is even more necessary now than it was two years ago. If you do this for her she'll love you even more.
Η επαγρύπνηση είναι ακόμα πιο απαραίτητη τώρα απ' ό,τι πριν από δύο χρόνια. Αν το κάνεις αυτό για εκείνη, θα σε αγαπήσει ακόμα περισσότερο.

όλο και περισσότερο, όλο και πιο

adverb (increasingly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The situation was becoming ever more serious as war spread across the country.

πολύς περισσότερος από

preposition (a much greater quantity than)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The Chinese army has far more than a few thousand soldiers.

κάτι παραπάνω από

expression (to a much greater degree than)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After she cheated on him, Mike was far more than just mad at her.

παντοτινά

adverb (forever, for all time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We shall now and forevermore call this land "Freedonia."

κάνω κτ πιο όμορφο

verbal expression (improve the appearance of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm going to paint the outside of the house to make it more attractive to buyers.

κάνω κτ πιο ελκυστικό

verbal expression (figurative (make more appealing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm going to offer a free car with the house to make it more attractive to buyers.

κάνω κτ πιο δύσκολο

verbal expression (complicate [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cluttered surfaces make cleaning difficult.

πολύ περισσότεροι

adjective (large additional number of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are many more coffee shops around here now than there were twenty years ago.

πολλοί άλλοι

pronoun (a large additional number)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These objectives and many more will be met at the conference on Friday.

ολοένα και περισσότερο

adverb (increasingly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The world is getting more and more developed.
Ο κόσμος αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο.

ολοένα και περισσότεροι

adjective (increasing in amount or number)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They are building more and more strip malls every day.
Κάθε μέρα χτίζουν ολοένα και περισσότερα εμπορικά κέντρα.

πιο μακρινός

adjective (location: further away) (τοποθεσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I usually spend my holidays in this country but hope to go somewhere more distant next year.

πιο απλησίαστος,απόμακρος

adjective (person: colder, more detached) (πρόσωπο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is becoming more distant by the day. We hardly speak anymore.

όποιος βιάζεται σκοντάφτει

expression (Work carefully to finish faster) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Proofreading requires a lot of careful attention to detail; it's a case of more haste, less speed.

πιο σημαντικός

adverb (with greater significance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tomorrow is Saturday and, more importantly, it's my birthday!

περισσότερο

adverb (informal (in more accurate terms)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It isn't overhearing by accident, it's more like eavesdropping.

πιο πιθανό

adjective (more probable)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
People are more likely to take precautions after last season's fires.
Ο κόσμος είναι πιθανότερο να πάρει προφυλάξεις μετά από τις πυρκαγιές της προηγούμενης χρονιάς.

μοιάζω περισσότερο με κτ

expression (more similar to [sth] than [sth] else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The space is so small; it's more of a garden than a farm.

πιο συχνά

adverb (with greater frequency)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I wish we could have lunch together more often.

συνήθως

adverb (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our children's clothes are, more often than not, made in China.

λίγο πολύ

adverb (to a greater or lesser extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have more or less decided to delay going to college for a year.
Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

adverb (increasingly or additionally) (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's usually a lot of traffic on this road, more so at rush hour.

περισσότερο

preposition (a greater number or amount than)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The other team wanted to win the game more than we did.
Η άλλη ομάδα ήθελε να κερδίσει το παιχνίδι περισσότερο απ' ότι εμείς.

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

adverb (above all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
More than anything, Nina wanted to train to become a pilot.

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

adverb (above everything else)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim is interested in learning many foreign languages, but more than anything he wants to be able to speak Japanese.

υπεραρκετός

noun (plenty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's unfair that some people are poor and starving while others have more than enough.
Είναι άδικο που κάποιοι άνθρωποι είναι φτωχοί και πεινάνε, ενώ άλλοι έχουν παραπάνω από όσα χρειάζονται.

υπεραρκετός

expression (plenty of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please join us for dinner; there's more than enough food.

περισσότερο από ποτέ

adverb (to the greatest extent so far)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your adventure stories make me want to travel more than ever. After spending the weekend with him I like him more than ever.
Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. Έχοντας περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ.

περισσότερο απο το αναμενόμενο

adverb (greater degree than anticipated)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It rained more than expected last night.

περισσότερος απο το αναμενόμενο

noun (greater quantity than anticipated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The number of people attending the match was more than expected.

περισσότερο από το μισό

expression (greater than 50%)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You were supposed to share the sweets equally but you have given him more than half.

πάνω από ένας

noun (a number greater than one)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He says he has only had one beer, but the way he is behaving, it looks like he's had more than one.

πάνω από ένας

adjective (greater than one: of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We will need more than one table as there are 12 people coming to dinner.

πολλά περισσότερα

noun (a considerably larger quantity)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Much more will have to be done if we want to succeed.
Θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, αν θέλουμε να πετύχουμε.

πολύ περισσότερο

adverb (to a greater degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like him much more now than I did when he was younger.
Μου αρέσει πολύ περισσότερο τώρα απ' ότι όταν ήταν νεότερος.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

noun (the same amount or degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Put a single egg, neither more nor less, into the bowl. Her daughter received neither more nor less from her will than her son did.

ούτε πιο... ούτε πιο...

adverb (to the same amount or degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This horse runs neither more nor less quickly than that one.
Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο.

όχι άλλος

noun (not greater than this)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No more sausages for me, thank you; I've eaten enough.
Όχι άλλα λουκάνικα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα αρκετά.

το πολύ

adverb (to no greater an amount or degree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please pour in no more than one liter of water.
Σε παρακαλώ βάλε ένα λίτρο νερό το πολύ.

όχι πλέον, όχι πια

adverb (not now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Barry used to be a heavy smoker, but no more.
Κάποτε ο Μπάρι ήταν μανιώδης καπνιστής, αλλά όχι πια.

ακριβώς

noun (an equal amount or degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Put in one pint of oil, no more and no less.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

adverb (equally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dental treatment hurt no more and no less than the last time.

ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος

adjective (exactly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will accept the proper fee, no more and no less.

όχι πια

expression (no longer, not any longer)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I used to travel a lot, but not any more.
Συνήθιζα να ταξιδεύω πολύ αλλά όχι πια.

τίποτα άλλο, τίποτε άλλο

pronoun (not any additional thing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's nothing more the doctors can to do to help Jim.

τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από

expression (merely, solely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sympathy is nothing more than the understanding of someone else's feelings.

άλλη μια φορά

adverb (yet again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once more you have failed to get your essay in on time.

άλλη μια φορά

adverb (one more time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you please show me once more how it works?

άλλος

adjective (another)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I'll give you one more chance.

ακόμα ένας

pronoun (another one)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Can I have one more, please?

άλλη μια φορά

adverb (once more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please, repeat the question one more time.

ή παραπάνω, ή περισσότερο

adverb (perhaps a larger quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It will take two hours or more just to drive through Chicago.

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω

adverb (an additional quantity)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω

preposition (an additional quantity of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο

adverb (even more, yet more)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sometimes if you tell someone that they cannot have something, they want it still more.

όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο

expression (more people make [sth] more fun)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're hoping that lots of people will come to the meeting; the more the merrier!

όσο...τόσο..., όσο περισσότερο...τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ...τόσο πιο πολύ...

expression (as [sth] increases, [sth] else increases)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The more I learn about computer programming, the more I enjoy it. The more angry her husband got, the more the woman laughed.

αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο

expression (This is not what it seems)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It seems like he's vanished into thin air, but that's impossible. There's more to this situation than meets the eye.

επιπλέον, επιπρόσθετα

adverb (moreover, in addition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The food served in that restaurant is not very good and, what is more, it's overpriced.
Το φαγητό που σερβίρουν σε αυτό το εστιατόριο δεν είναι πολύ καλό και επιπλέον είναι υπερτιμημένο.

χωρίς άλλη καθυστέρηση

expression (immediately, with no more delay)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του more στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του more

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.