Τι σημαίνει το as στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης as στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του as στο πορτογαλικά.
Η λέξη as στο πορτογαλικά σημαίνει άσος, άσος, φίνος, χτύπημα, ο, η, το, τους, κάνω σερβίς, βιβλικός, κρυφά, ύπουλα, αθόρυβα, βόλτα στους ώμους, βάζω κουλούρα, απολύω, φαλιρίζω, διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ, αδύναμος, δίκαια, στα τυφλά, αντικαθιστώ, κάνω πεζοπορία, είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζών, πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής, σκοτάδι, ποδιά, περιορίζω, έτσι έχουν τα πράγματα, πιτσιλωτός, φανερός, με το τσουβάλι, νομότυπος, νόμιμος, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, είμαι στα μαχαίρια, γεμάτος, φίσκα, παμπάλαιος, πανάρχαιος, ωφέλιμος για όλους, ικανοποιητικός, επαρκής, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, περιορισμού ζημιάς, στραβοκάνης, καλός, συναρπαστικός, με εμφανείς ρίζες, που έχω συγκεντρώσει, που θέλει και τα δύο χέρια, ξέχειλος, μερικές φορές, κάποιες φορές, ορισμένες φορές, ομαλά, παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα, ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές, στα κρυφά, υπό αυτές τις συνθήκες, κάτω από αυτές τις συνθήκες, στη διάθεση σου, με τις ντουζίνες, σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτά, παντού, τριγύρω, προφανώς, κατά πως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα, ως τον ουρανό, 24 ώρες το 24ώρο, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους κανονισμούς, υπό την προστασία, επιστροφή στο σχολείο, Τι νέα;, κάτω τα χέρια, μέση, στην τύχη, βαλίτσες, αδικαιολόγητη απουσία, χώρος για τα πόδια, κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνη, περισπέρμιο, γυναικείο φύλο, ραντεβού στα τυφλά, κυνήγι μαγισσών, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, οι πολλοί, το πλήθος, οι μάζες, επιστροφή στις ρίζες, άσος μπαστούνι, να παρατηρώ τα σύννεφα, χώρος για τα πόδια, παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, εργαλείο για ξύσιμο της πλάτης, το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μου, αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτά, τελευταίες λέξεις, τελευταίες κουβέντες, τα απλά πράγματα στη ζωή, εις βάρος του, συγκεντρώνομαι, κάνω κανό, ανακαλώ, πιάνω δουλειά, απελπίζομαι, τρέφω ελπίδες για κτ, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, διορθώνω τις ατέλειες, ξέρω τι παίζει με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης as
άσοςsubstantivo masculino (carta do baralho) (τράπουλα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Neste jogo, um ás vale 10 pontos. Σε αυτό το παιχνίδι, ένας άσος αξίζει 10 πόντους. |
άσοςsubstantivo masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Kátia é um ás dos dardos. Η Κέιτ είναι αστέρι στα βελάκια. |
φίνοςadjetivo (καθομ, παλαιό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χτύπημα(tênis/ténis) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Matt ganhou a partida de tênis com dois aces. Ο Ματ κέρδισε τον αγώνα τένις με δυο χτυπήματα. |
ο, η, το
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) O menino foi passear. // Os gatos estavam todos miando alto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
τους
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ήρθαν οι καλεσμένοι; Άσε με να πάω να τους χαιρετήσω. |
κάνω σερβίς(tênis/ténis) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andrea fez o ace em seu oponente na quadra. Η Άντρεα έκανε σερβίς στον αντίπαλό της στο γήπεδο. |
βιβλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρυφά, ύπουλα, αθόρυβα(em segredo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βόλτα στους ώμους(BRA: informal, andar nas costas de outro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κουλούρα(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαλιρίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela perdeu o emprego depois que a companhia faliu. |
διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ(desagrupar, desagregar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αδύναμος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίκαια(figurado, informal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O árbitro ficou olhando para garantir que todos os jogadores jogavam limpo. Ο διαιτητής παρακολουθούσε για να βεβαιωθεί ότι όλοι οι παίκτες έπαιζαν δίκαια. |
στα τυφλά(χωρίς ορατότητα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nós dirigimos quase cegamente pela neblina. Οδηγούσαμε σχεδόν στα τυφλά μέσα στην ομίχλη. |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A professora de vocês teve uma emergência, por isso vou substituí-la nesta aula. Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ. |
κάνω πεζοπορία(BRA: informal) (με σακίδιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tammy mochilou por três dias nas montanhas. Η Τάμυ έκανε πεζοπορία για τρεις μέρες στα βουνά. |
είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκοτάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A cidade ficou às escuras depois da tempestade. |
ποδιά(BRA, figurado, informal) (αργκό: ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιορίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έτσι έχουν τα πράγματαexpressão (realidade da vida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιτσιλωτός(tipo de roupa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jane prefere a saia de bolinhas à saia listrada. Η Τζέιν προτιμούσε τη φούστα με τα πουά από εκείνη με τις ρίγες. |
φανερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με το τσουβάλιlocução adjetiva (muito comum) (μεταφορικά) Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι. |
νομότυπος, νόμιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele gosta de manter seus negócios às claras. |
περιλαμβανομένων όλων των φόρων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμέναexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Τζέοφ κέρδισε ένα ταξίδι στη Χαβάη με όλα τα έξοδα πληρωμένα! Τυχεράκιας! |
είμαι στα μαχαίριαlocução adjetiva (em desavença) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Carol está às turras com seu irmão Bob porque ela acha que ele não deve pagar novamente a fiança para seu filho sair da cadeia. |
γεμάτος, φίσκα(cheio, abarrotado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παμπάλαιος, πανάρχαιοςexpressão (informal - muito velho, antigo) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωφέλιμος για όλους
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ικανοποιητικός, επαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης(página internet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης(informática, internet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιορισμού ζημιάς(mercado de ações: prevendo perdas financeiras) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
στραβοκάνης(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλός(gíria) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συναρπαστικόςexpressão verbal (figurado, informal: tenso, estimulante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ninguém falou durante o episódio final de roer as unhas de nosso programa de TV favorito. |
με εμφανείς ρίζεςlocução adjetiva (árvore (heráldica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχω συγκεντρώσειlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O avarento não se separaria de um centavo de sua riqueza acumulada às escondidas. |
που θέλει και τα δύο χέριαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξέχειλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μερικές φορές, κάποιες φορές, ορισμένες φορέςlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Às vezes, eu como ovos no café da manhã, mas frequentemente como só cereal. Μερικές φορές τρώω αβγά για πρωινό, αλλά συχνά τρώω μόνο δημητριακά. |
ομαλά(χωρίς προβλήματα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Às vezes, eu só quero largar meu emprego. Μερικές φορές (or: ενίοτε) θέλω απλώς να παραιτηθώ από τη δουλειά μου. |
στα κρυφά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπό αυτές τις συνθήκες, κάτω από αυτές τις συνθήκεςadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη διάθεση σουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τις ντουζίνεςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτάlocução adverbial (silenciosamente, furtivamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παντού, τριγύρωlocução adverbial (em todo lugar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο πολιτικός ένοιωθε πως υπήρχαν προδότες παντού. |
προφανώς, κατά πως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα(aparentemente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως τον ουρανό(extremamente alto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
24 ώρες το 24ώρο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενάντια στις πιθανότητεςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie caiu de um trem em movimento. Ela sobreviveu contra todas as expectativas. |
ενάντια σε κάθε προσδοκίαlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά τον οποίο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύμφωνα με τους κανονισμούςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπό την προστασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστροφή στο σχολείοexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A volta às aulas das crianças começa em 6 de setembro esse ano. |
Τι νέα;(cumprimento) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτω τα χέριαexpressão verbal (informal, figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έι! Μόλις τα έφτιαξα αυτά τα ψωμάκια - κάτω τα χέρια! Κάτω τα χέρια! Φτιάξε δικό σου σάντουιτς. |
μέση
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με πονάει η μέση μου, μπορείς να με τρίψεις λίγο; |
στην τύχηexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
βαλίτσεςlocução verbal (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Bella vai sair de férias amanhã e ela ainda não acabou de fazer as malas. Η Μπέλλα πάει διακοπές αύριο και δεν έχει τελειώσει τις βαλίτσες της ακόμη. |
αδικαιολόγητη απουσία
|
χώρος για τα πόδια(para esticar as pernas quando sentado) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνηexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περισπέρμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυναικείο φύλοexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ραντεβού στα τυφλά
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Davina vai à um encontro às cegas essa noite. Η Νταβίνα θα βγει ραντεβού στα τυφλά απόψε. |
κυνήγι μαγισσώνsubstantivo feminino (figurado: perseguição) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος(lugar distante, afastado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οι πολλοί, το πλήθος, οι μάζες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστροφή στις ρίζες(revisitar as origens de algo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Este romance é um retorno às raízes do gênero. |
άσος μπαστούνι(carta do baralho) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
να παρατηρώ τα σύννεφαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος για τα πόδιαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόλεμος κατά των ναρκωτικώνsubstantivo feminino (esforços no combate ao uso ilegal de drogas) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργαλείο για ξύσιμο της πλάτης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτάsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τελευταίες λέξεις, τελευταίες κουβέντες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τα απλά πράγματα στη ζωήexpressão (prazeres básicos) |
εις βάρος τουlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κανόexpressão verbal (de canoa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω δουλειά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απελπίζομαιlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ao procurar emprego, a chave é não perder as esperanças. |
τρέφω ελπίδες για κτ(manter-se otimista) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα(gíria: fazer algo porque é popular) (χωρίς σκέψη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διορθώνω τις ατέλειεςexpressão verbal (informal; figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξέρω τι παίζει με κτexpressão (informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του as στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του as
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.