Τι σημαίνει το ask for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ask for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ask for στο Αγγλικά.

Η λέξη ask for στο Αγγλικά σημαίνει ρωτάω, ρωτώ, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, ζητάω, ζητώ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, πάω γυρεύοντας, ρωτώ για κπ, προσκαλώ πάλι, καλώ στο σπίτι, καλώ κπ να περάσει μέσα, προσκαλώ, προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου, ζητώ συγχώρεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ask for

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (with object: enquire) (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A man stopped me in the street and asked me the time.
Ένας άντρας με σταμάτησε στον δρόμο και με ρώτησε τι ώρα είναι.

ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ

(request [sth] from [sb])

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The homeless woman asked me for money.
Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά.

ζητάω, ζητώ

(request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman asked for my license and registration.
Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας.

ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ

verbal expression (request that [sb] do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My sister asked me to pass the salt.
Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (with clause: enquire) (αν/μήπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I forgot to ask whether he could give me a lift to the party.
Ξέχασα να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε να με πάει στο πάρτι.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (with object, clause: enquire) (καποιον αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita asked me if I wanted dinner.
Με ρώτησε αν ήθελα βραδινό.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (request information from [sb]) (για κτ, σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He asked his father about jobs in the factory.
Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο.

ρωτάω, ρωτώ

(request information) (για κτ/σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The journalist was asking about the director's latest film.
Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.

πάω γυρεύοντας

(figurative, informal (invite: trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't do that if I were you! You're just asking for it.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

ρωτώ για κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (enquire about health of: [sb])

I ran into your old friends Vicki and Peter yesterday, and they asked after you.
Συνάντησα τυχαία τους παλιούς σου φίλους, τη Βίκυ και τον Πίτερ, χτες και με ρώτησαν για σένα.

προσκαλώ πάλι

phrasal verb, transitive, separable (invite [sb] to return)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The panel asked the candidate back for a second interview.

καλώ στο σπίτι

phrasal verb, transitive, separable (UK (invite back to home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλώ κπ να περάσει μέσα

phrasal verb, transitive, inseparable (invite to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσκαλώ

phrasal verb, transitive, separable (invite on a date)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He asked her out.
Της ζήτησε να βγουν.

προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου

phrasal verb, transitive, separable (UK (invite to [sb]'s house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητώ συγχώρεση

verbal expression (plead to be pardoned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam should admit that he behaved badly, and ask for forgiveness.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ask for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ask for

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.