Τι σημαίνει το card στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης card στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του card στο Αγγλικά.

Η λέξη card στο Αγγλικά σημαίνει κάρτα, κάρτα, χαρτί, φύλλο, κάρτα, κάρτα, χαρτιά, πρόγραμμα, κάρτα, ταυτότητα, ζητάω ταυτότητα από κπ, ξαίνω, πιστωτική κάρτα, συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ, κάρτα γενεθλίων, κάρτα επιβίβασης, επαγγελματική κάρτα, επαγγελματική κάρτα, τηλεκάρτα, σημάδι, κάρτα, κατάλογος δελτίων, τράπουλα, χαρτοπαίγνιο, μέλος, κάτοχος κάρτας, πορτοφόλι, καρτελοθήκη, καρταναγνώστης, χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα, τραπέζι για χαρτοπαίγνιο, πτυσσόμενο τραπεζάκι, κόλπο με τράπουλα, κάτοχος κάρτας μέλους, αυτοαποκαλούμενος υποστηρικτής/οπαδός, χρεωστική κάρτα, κάρτα προθεσμιακής χρέωσης, χριστουγεννιάτικη κάρτα, πιστωτική κάρτα, κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης, χρεωστική κάρτα, το μεγάλο ατού, κάρτα επέκτασης, φιγούρα, κάρτα αρχείου, κάρτα αρχειοθέτησης, εκπαιδευτική κάρτα, κάρτα για καλή ανάρρωση, κάρτα δώρου, κάρτα, πράσινη κάρτα, ευχετήρια κάρτα, ταυτότητα, ταυτότητα, ταυτότητα, καρτέλα, κάρτα πρόσβασης, διατρητική μηχανή μηχανογράφησης, κάρτα βιβλιοθήκης, κάρτα πιστότητας, μαγνητική κάρτα, κάρτα μέλους, κάρτα δωρητή οργάνων, Oyster card, τηλεκάρτα, κάρτα, ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο, καρτ-ποστάλ, καρτ-ποστάλ, διάτρητη καρτέλα, κόκκινη κάρτα, απαντητικό δελτάριο, έλεγχος, κάρτα για το σκορ, λαχείο, κάρτα SIM, έξυπνη κάρτα, πιστωτική κάρτα καταστήματος, κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος, μαγνητική κάρτα, κάρτα Switch, κάρτα εισόδου εργαζομένων, ατού, πλεονέκτημα, συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότητας, κάρτα Αγίου Βαλεντίνου, Visa, επισκεπτήριο, μπαλαντέρ, χαρακτήρας μπαλαντέρ, χαρακτήρας αναπλήρωσης, μπαλαντέρ, κίτρινη κάρτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης card

κάρτα

noun (inflexible sheet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα

noun (birthday, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't forget to send your mom a card for her birthday.
Μη ξεχάσεις να στείλεις στη μαμά σου μια κάρτα για τα γενέθλιά της.

χαρτί, φύλλο

noun (playing cards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pick a card, any card.
Πάρε ένα φύλλο, οποιοδήποτε φύλλο.

κάρτα

noun (credit card) (πιστωτική, χρεωστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Even though it's a small shop, they accept cards.
Αν και είναι ένα μικρό μαγαζί, δέχονται κάρτες.

κάρτα

noun (postal card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτιά

noun (figurative (stratagem) (μτφ: σχέδιο, πλάνο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πρόγραμμα

noun (sporting events schedule) (αθλητικής διοργάνωσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάρτα

noun (business card) (επαγγελματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stranger introduced himself as Dr. Bates and handed me his card.

ταυτότητα

noun (ID card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζητάω ταυτότητα από κπ

transitive verb (US, informal (ask for identification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although Mona is thirty, she usually gets carded when she buys alcohol.

ξαίνω

transitive verb (comb wool, cotton etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary cards the wool, and Grace prepares the dye.

πιστωτική κάρτα

noun (credit, debit card) (ανάλογα το είδος)

συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ

noun (collectible picture card)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάρτα γενεθλίων

noun (card given on [sb]'s birthday)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My father sent me a birthday card with 100 dollars in it!

κάρτα επιβίβασης

noun (passenger ticket)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All passengers must present their boarding passes before entering the airplane.
Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο.

επαγγελματική κάρτα

noun (businessperson's calling card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I ordered my business cards from a well-known company that delivers promptly.
Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα.

επαγγελματική κάρτα

noun (business card)

The banker handed me his calling card.

τηλεκάρτα

noun (phonecard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I inserted the calling card and dialed the number.

σημάδι

noun (figurative (identifying mark, sign)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Serena dresses flamboyantly; brightly-colored clothing is her calling card.

κάρτα

noun (dated (personal card left after visit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lady Sylvia was not at her house when Mary went to visit, so Mary left her calling card with the butler.
Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της.

κατάλογος δελτίων

noun (in a library)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τράπουλα

noun (set or pack of playing cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At casinos, they throw away the card deck after each hand of Blackjack.

χαρτοπαίγνιο

noun (activity using playing cards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέλος

noun (official member of an organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm sorry, sir, I can't let you in unless you're a card holder.

κάτοχος κάρτας

noun (owner of a bank card)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You must provide the cardholder's name and address when using our online billing system.

πορτοφόλι

noun (small wallet for business cards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gentleman handed me a card from his handsome silver card holder.

καρτελοθήκη

noun (card catalog)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρταναγνώστης

noun (credit card magnetic stripe sensor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα

noun (informal (swindler)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
My friend lost all his money in a poker game with a card sharp.

τραπέζι για χαρτοπαίγνιο

noun (table: for card games)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πτυσσόμενο τραπεζάκι

noun (table: folding legs)

κόλπο με τράπουλα

noun (trick with playing cards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He knows a lot of card tricks.

κάτοχος κάρτας μέλους

noun (official member of a group) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm a card-carrying member of the garden club.

αυτοαποκαλούμενος υποστηρικτής/οπαδός

noun (figurative (staunch supporter of a cause) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Chris was a card-carrying member of the anti-nuclear movement.

χρεωστική κάρτα

noun (credit, debit or bank card)

She paid for her new dress by cash card.

κάρτα προθεσμιακής χρέωσης

noun (colloquial (credit card)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χριστουγεννιάτικη κάρτα

noun (greetings card given at Christmas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Last Christmas I sent 32 Christmas cards to my friends and relatives around the world.

πιστωτική κάρτα

noun (for purchases) (κάρτα για αγορές με πίστωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always use my credit card when I go shopping.
Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα.

κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης

(television)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρεωστική κάρτα

noun (money)

If you use your debit card to pay for something, the money is deducted from your account immediately.

το μεγάλο ατού

noun (figurative ([sth] that attracts patrons) (καθομιλουμένη)

κάρτα επέκτασης

noun (computer: expands capabilities)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιγούρα

noun (playing cards: king, queen or jack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The king, queen and jack are called face cards.

κάρτα αρχείου, κάρτα αρχειοθέτησης

(card for filing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαιδευτική κάρτα

noun (usually plural (learning aid)

He used flash cards to study his vocabulary words.
Χρησιμοποιούσε εκπαιδευτικές κάρτες για να μελετήσει το λεξιλόγιο.

κάρτα για καλή ανάρρωση

noun (token for ill person)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα δώρου

noun (gift voucher in plastic card form)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I purchased a gift card for twenty dollars to give to my sister.

κάρτα

noun (card accompanying gift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράσινη κάρτα

noun (US (residence permit) (μεταφορικά)

I wanted to live and work in the States but couldn't get hold of the necessary green card.

ευχετήρια κάρτα

noun (card given to mark an occasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn awoke to find an array of greeting cards at her bedside.

ταυτότητα

noun (informal, abbreviation (identity card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You'll need to show your ID card to get in.

ταυτότητα

(ID card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταυτότητα

noun (personal document)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The British government is planning to introduce identity cards for all citizens.

καρτέλα

noun (information card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάρτα πρόσβασης

noun (access card)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διατρητική μηχανή μηχανογράφησης

noun (hole-punching device)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάρτα βιβλιοθήκης

noun (card for borrowing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα πιστότητας

noun (customer incentive scheme)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαγνητική κάρτα

noun (swipe card with a magnetic strip)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your magnetic card near this card-reader and the door will open.

κάρτα μέλους

noun (card proving one is registered)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I go to the gym I have to scan my membership card.

κάρτα δωρητή οργάνων

noun (body parts after death)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I carry an organ donation card permitting the use of any part of my body after my death.

Oyster card

noun (UK (London transport pass) (ΜΜΜ στο Λονδίνο)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you're planning to travel around London, it's much cheaper to get an Oyster card than to pay cash fares.

τηλεκάρτα

noun (for using public hones)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He purchased a phone card before leaving the airport.

κάρτα

noun (postcard with a scenic view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She sent a picture postcard of the Alps to her mother.

ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου

noun (guest's name card at dinner table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο

noun (single card from a deck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The magician asked her to pick any playing card.
Ο μάγος της ζήτησε να διαλέξει οποιοδήποτε τραπουλόχαρτο.

παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο

plural noun (deck of cards used to play games)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We could have a game of poker if you've got some playing cards.

καρτ-ποστάλ

noun (souvenir greetings card)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Don't forget to send me a postcard.

καρτ-ποστάλ

noun (card for posting without envelope)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Entries for the competition should be sent on a postcard to the following address.

διάτρητη καρτέλα

noun (card storing data by means of punched holes)

I remember when a computer was the size of a room and the data was all on punch cards. Some factories still have their employees use punch cards to clock in and out.

κόκκινη κάρτα

noun (soccer: shown when player is sent off)

απαντητικό δελτάριο

noun (card included in promotional material for response)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I never mail back those reply cards that come in magazines.
Ποτέ δεν στέλνω τα απαντητικά δελτάρια των περιοδικών.

έλεγχος

noun (written assessment of school pupil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The grades on his report card were excellent.
Οι βαθμοί στον έλεγχό του ήταν άριστοι.

κάρτα για το σκορ

noun (sport: card for recording results)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The golfer was disqualified because he forgot to sign his score card.

λαχείο

noun (UK (instant lottery ticket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry was feeling lucky so he went to his local shop to buy a scratch card.

κάρτα SIM

noun (cell phone device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έξυπνη κάρτα

noun (small plastic machine-readable card) (μεταφορικά)

πιστωτική κάρτα καταστήματος

noun (customer credit card)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος

noun (shop's loyalty or reward card)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαγνητική κάρτα

noun (encoded card)

κάρτα Switch

noun (UK (brand of debit card) (εμπορικό σήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάρτα εισόδου εργαζομένων

noun (record of worker's arrival and departure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατού

noun (playing card that gives an advantage) (χαρτοπαίγνια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πλεονέκτημα

noun (figurative ([sth] that gives [sb] an advantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότητας

noun (labour organization's membership card)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you join a trade union you will be given a union card.

κάρτα Αγίου Βαλεντίνου

noun (card given on 14th February)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Visa

noun (® (credit card) (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rachel paid for the flowers by Visa.

επισκεπτήριο

(for presenting when making a visit) (κάρτα με στοιχεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπαλαντέρ

noun (card game: substitute card) (χαρτοπαιξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαρακτήρας μπαλαντέρ, χαρακτήρας αναπλήρωσης

noun (figurative (computer code: substitute symbol) (προγραμματισμός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μπαλαντέρ

noun (figurative (unpredictable person or thing) (μτφ: απρόβλεπτος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κίτρινη κάρτα

noun (soccer: official warning to player)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του card στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του card

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.