Τι σημαίνει το loan στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loan στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loan στο Αγγλικά.

Η λέξη loan στο Αγγλικά σημαίνει δάνειο, δανεικός, δανείζω κτ σε κπ, δανείζω κτ σε κπ, δάνειο, δάνειο-γέφυρα, μεταφραστικό δάνειο, ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο, παίρνω δάνειο, δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας, δάνειο σταδιακής εξόφλησης, διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών, διαδάνειο, υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων, τοκογλύφος, δανειακή συναλλαγή, δάνειο, ενυπόθηκο δάνειο, μη εξυπηρετούμενο δάνειο, για προσωρινή χρήση, σε δανεισμό, παίρνω δάνειο, προθεσμιακό δάνειο, δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loan

δάνειο

noun (money lent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to get a loan from the bank.
Πρέπει να πάρω ένα δάνειο απ' την τράπεζα.

δανεικός

noun ([sth] lent)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
This car is just a loan until mine is repaired.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πάμε με το δανεικό, επειδή το δικό μου αυτοκίνητο είναι στο συνεργείο.

δανείζω κτ σε κπ

verbal expression (lend money)

I hope that the bank will loan me the money.
Ελπίζω η τράπεζα να μου δανείσει τα χρήματα.

δανείζω κτ σε κπ

verbal expression (lend [sth])

She loaned me her car for the day.
Μου δάνεισε το αυτοκίνητό της για την ημέρα.

δάνειο

noun (money borrowed from a bank)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He applied for a bank loan to pay for his new car.

δάνειο-γέφυρα

noun (finance: short loan)

μεταφραστικό δάνειο

noun (word: loan translation)

ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο

noun (loan: secured)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The bank will give you a collateral loan if you give them stocks or bonds for security.

παίρνω δάνειο

intransitive verb (enter a contract to borrow money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we can't pay rent come August we may have to get a loan.

δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας

noun (second mortgage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δάνειο σταδιακής εξόφλησης

noun (finance: paid back over time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών

noun (borrowing [sth] transferred from another library)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They didn't have the book I needed at my local library so I asked them to get it for me through an interlibrary loan. I requested the book through the city's interlibrary loan system.

διαδάνειο

noun ([sth] transferred to borrower at another library)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The library recalled the book I had borrowed, because someone had requested it through interlibrary loan.

υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων

noun (bank worker who handles loans)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

τοκογλύφος

noun (moneylender)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The local loan shark offers a better lending rate than my bank. A credit union would help stop people falling prey to loan sharks.
Ο τοκογλύφος της γειτονιάς μου προσφέρει καλύτερο επιτόκιο από την τράπεζά μου.

δανειακή συναλλαγή

noun (finance: act of lending)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Beware of making a loan transaction over the internet.

δάνειο

noun (term taken from another language) (λέξη από άλλη γλώσσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενυπόθηκο δάνειο

noun (money lent to a housebuyer)

μη εξυπηρετούμενο δάνειο

noun (debt which is not being repaid) (οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για προσωρινή χρήση

adverb (for temporary use)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I got the new movie on loan, so I must return it tomorrow.

σε δανεισμό

adjective (being borrowed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I couldn't access the rare book because it was on loan to another library.

παίρνω δάνειο

verbal expression (borrow money with interest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll take out a loan to pay for tuition.

προθεσμιακό δάνειο

noun (money lent with repayment deadline)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειο

noun (loan not guaranteed by assets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If you have good credit, it's easy to obtain an unsecured loan.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loan στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loan

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.