Τι σημαίνει το attack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attack στο Αγγλικά.

Η λέξη attack στο Αγγλικά σημαίνει επίθεση, επίθεση, κρίση, παροξυσμός, επίθεση, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, γίνομαι επιθετικός, επιτίθεμαι, αεροπορική επίθεση, γωνία προσβολής, κρίση άσθματος, βομβιστική επίθεση, αντεπίθεση, αντεπίθεση, ανταπόδοση, καταστροφική επίθεση, τρομερή επίθεση, τρομακτική επίθεση, επίθεση με δηλητηριώδες αέριο, παθαίνω έμφραγμα, έμφραγμα, εξαπολύω επίθεση, επικρίνω έντονα, μαζική επίθεση, ευάλωτος σε επίθεση, επιδεκτικός κριτικής, κρίση πανικού, ρατσιστική επίθεση, αιφνιδιαστική επίθεση, τρομοκρατική επίθεση, παροδική ισχαιμική προσβολή, γίνομαι στόχος επίθεσης, γίνομαι στόχος κριτικής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attack

επίθεση

noun (assault) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The attack left him with a broken nose.
Η επίθεση που δέχτηκε τον άφησε με σπασμένη μύτη.

επίθεση

noun (military: offensive operation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The attack lasted twelve hours before the enemy surrendered.
Η επίθεση διήρκεσε δώδεκα ώρες πριν παραδοθεί ο εχθρός.

κρίση

noun (onset: of panic, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whenever I see a police car, I have an attack of anxiety.
Όποτε βλέπω ένα περιπολικό της αστυνομίας, με πιάνει κρίση άγχους.

παροξυσμός

noun (bout: of illness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I had an attack of diarrhoea last night.
Είχα μια κρίση διάρροιας χτες βράδυ.

επίθεση

noun (aggressive move)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team's attack on the goal took their opponents by surprise.
Η επίθεση της ομάδας στο τέρμα εξέπληξε τους αντιπάλους τους.

επιτίθεμαι

transitive verb (assault)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The robbers attacked him in the street.
Οι ληστές του επιτέθηκαν στο δρόμο.

επιτίθεμαι

transitive verb (criticize severely) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate viciously attacked his opponent.
Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της.

γίνομαι επιθετικός

intransitive verb (act with hostility)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Some people attack verbally when they are nervous.

επιτίθεμαι

transitive verb (figurative (set about vigorously) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He attacked the problem with enthusiasm.

αεροπορική επίθεση

noun (bombing or strafing by plane)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As the Second World War neared its end, many German cities faced Allied air attacks.

γωνία προσβολής

noun (plane: wing angle) (αεροδυναμική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Changing the angle of attack of a wing changes the lift it generates.

κρίση άσθματος

noun (respiratory problem)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He had an asthma attack in the middle of the soccer game.

βομβιστική επίθεση

noun (explosive assault)

αντεπίθεση

noun (military: retaliation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They quickly waged a counter-attack to try to regain the upper hand.

αντεπίθεση, ανταπόδοση

noun (verbal response)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The journalist published a scathing counterattack.

καταστροφική επίθεση

noun (attack causing large-scale damage)

In the war, Dresden suffered a devastating attack by fire-bombing.

τρομερή επίθεση, τρομακτική επίθεση

noun (figurative (severe verbal criticism) (μεταφορικά)

He launched a devastating attack on her morals, leaving her in tears.

επίθεση με δηλητηριώδες αέριο

noun (uses poisonous gas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers are trained to use gas masks in case of a gas attack.

παθαίνω έμφραγμα

verbal expression (suffer blocked circulation to the heart)

After he had a heart attack, my father gave up smoking.

έμφραγμα

noun (blocked circulation to the heart)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shortness of breath and a pain in your arm may signal a heart attack.

εξαπολύω επίθεση

verbal expression (military: begin combat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prepare to launch an attack, men.

επικρίνω έντονα

verbal expression (criticize harshly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The newspaper article launched an attack on the president and his policies.

μαζική επίθεση

noun (large-scale bombardment)

ευάλωτος σε επίθεση

adjective (vulnerable to being attacked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The enemy soldiers were in the middle of a field, open to attack, not hidden away.

επιδεκτικός κριτικής

adjective (figurative (easy to criticize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Celebrities who talk about their relationships on TV are open to attack in the newspapers.

κρίση πανικού

noun (onset of acute anxiety)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hyperventilation is one symptom of a panic attack.

ρατσιστική επίθεση

noun (violence motivated by racial prejudice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Racist attacks have been increasing in recent years.

αιφνιδιαστική επίθεση

noun (stealth attack)

The British took Quebec in a sneak attack at night.

τρομοκρατική επίθεση

noun (targeted act of political violence)

παροδική ισχαιμική προσβολή

(pathology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γίνομαι στόχος επίθεσης

adverb (subjected to physical aggression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They became aware that the castle was under attack.

γίνομαι στόχος κριτικής

adverb (figurative (subjected to criticism)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His critique of the policy is under attack from the conservatives.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attack

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.