Τι σημαίνει το ass στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ass στο Αγγλικά.

Η λέξη ass στο Αγγλικά σημαίνει κώλος, μαλάκας, γαϊδούρι, ρεντίκολο, γλείφτης, γλείφτρια, άκρη, το χειρότερο, δυναμικός, κατσάδα, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, δουλικότητα, κολακεία, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, βρωμιάρης, σκληρό καρύδι, αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς, ανάγωγος, γαμάτος, γλειμμένο μαλλί, βλάκας, χαζός, χοντροκώλης, ματσό, βιάζομαι, σκίζω, ξεσκίζω, γλείφω, σ' έχω γραμμένο, τεμπελόσκυλο, γίνομαι ρόμπα, κακός μπελάς, ψώνιο, ξερόλας, εξυπνάκιας, εξυπνάδα, εξυπνάκιας, εξυπνάκιας, δήθεν έξυπνος, ξεκωλώνομαι στη δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ass

κώλος

noun (vulgar, slang (person's bottom) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After falling down, he had mud on his ass. She has a nice ass.
Έπεσε κάτω, και μετά είχε λάσπη στον κώλο του. Έχει ωραίο κώλο.

μαλάκας

noun (pejorative, vulgar, figurative, slang (person: rude) (καθομ, χυδαίο, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lisa thinks that her boss is an ass.
Η Λίζα νομίζει ότι το αφεντικό της είναι γαϊδούρι (or: γουρούνι).

γαϊδούρι

noun (animal: donkey)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The travellers led an ass through the valley.
Οι ταξιδιώτες οδήγησαν ένα γαϊδούρι μέσα από την κοιλάδα.

ρεντίκολο

noun (slang, figurative, pejorative (person: foolish) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John was dancing on the table and made an ass of himself.
Ο Τζον χόρευε πάνω στο τραπέζι και έγινε ρεζίλι.

γλείφτης, γλείφτρια

noun (figurative, slang, vulgar (obsequious person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

άκρη

noun (vulgar, informal (furthest part of a place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το χειρότερο

noun (vulgar, informal (most unpleasant part of [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δυναμικός

adjective (US, figurative, vulgar, informal (powerful, forceful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατσάδα

noun (US, figurative, vulgar, informal (usually verbal punishment) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't mess this up or you'll be in for an ass-kicking.

χαμερπής, δουλικός, κόλακας

noun (figurative, slang, vulgar (person: sycophantic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was only promoted to manager because he's such an ass-kisser.

δουλικότητα, κολακεία

noun (figurative, vulgar, slang (being obsequious, seeking favour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμερπής, δουλικός, κόλακας

adjective (figurative, vulgar, slang (obsequious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρωμιάρης

noun (vulgar, slang (unpleasant person) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκληρό καρύδι

noun (US, slang (formidable person) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mom's a badass; she earned her degree while raising four children and waitressing part-time.

αλητάμπουρας, αλήτης, κωλοπαιδαράς

adjective (US, slang (person: aggressive, fierce) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That badass fighter over there's looking at you, Sasha.

ανάγωγος

adjective (US, slang (aggressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I hate these customers and their badass attitudes.
Μισώ αυτούς τους πελάτες και την ανάγωγη συμπεριφορά τους.

γαμάτος

adjective (US, slang (intense) (αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That roller coaster was badass!
Εκείνο το τραινάκι στο λούνα παρκ ήταν γαμάτο!

γλειμμένο μαλλί

noun (initialism (1950s men's hairstyle: duck's ass)

The movie is set in the 1950s, and all of the actors have DAs.

βλάκας

noun (US, slang, pejorative (stupid person) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you talk to him for a few minutes, you quickly realize that he is just another dumbass.
Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος.

χαζός

adjective (US, slang, pejorative (stupid) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stealing from your boss is a really dumbass thing to do.
Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα.

χοντροκώλης

noun (pejorative, vulgar, offensive, slang (overweight person) (αργκό, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Martin was given detention for a week for calling his classmate a fat ass.

ματσό

adjective (slang, vulgar (hirsute or macho) (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βιάζομαι

verbal expression (US, vulgar, slang (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκίζω

verbal expression (slang, vulgar, figurative (be great or formidable) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These brownies kick ass, they are so delicious!
Αυτά τα κεκάκια σοκολάτας σκίζουν, είναι πεντανόστιμα!

ξεσκίζω

verbal expression (slang, vulgar (defeat [sb] utterly) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I thought I could beat him but he kicked my ass.
Νόμιζα πως μπορούσα να τον νικήσω αλλά μ' έκανε σκόνη.

γλείφω

verbal expression (vulgar, slang (creep, toady) (καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σ' έχω γραμμένο

interjection (slang, vulgar (expressing defiance or contempt)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You don't like it? Well, kiss my ass!
Δεν σου αρέσει; Λοιπόν, σ' έχω γραμμένο!

τεμπελόσκυλο

adjective (US, slang, vulgar (idle) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That guy is just a lazy-ass drunk, not a good employee.

γίνομαι ρόμπα

verbal expression (slang (do [sth] stupid) (αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Jim made an ass of himself when he turned up at work wearing differently coloured socks.

κακός μπελάς

noun (vulgar, figurative, slang (source of annoyance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss is always looking over my shoulder and is starting to become a real pain in the ass.
Το αφεντικό μου συνεχώς παρακολουθεί τι κάνω και αρχίζει πραγματικά να γίνεται κακός μπελάς (or: βραχνάς).

ψώνιο

noun (pejorative, vulgar, slang (arrogant person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If we invite that smart-ass, he'll just spoil the party.

ξερόλας, εξυπνάκιας

noun as adjective (pejorative, vulgar, slang (person: know-it-all, arrogant) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My smartass brother is always giving me unhelpful advice.

εξυπνάδα

noun as adjective (slang, pejorative, vulgar (comment, reply: arrogant, clever) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When Tia's father asked why she was home so late, she gave a smartass reply, so he grounded her.

εξυπνάκιας

noun (US, slang, pejorative, vulgar ([sb] smug, know-it-all) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξυπνάκιας

noun as adjective (US, slang, pejorative, vulgar ([sb]: smug, know-it-all) (καθομιλουμένη)

δήθεν έξυπνος

noun as adjective (US, slang, pejorative, vulgar (remark: smug, clever)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξεκωλώνομαι στη δουλειά

verbal expression (slang, figurative, vulgar (work extremely hard) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ass

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.