Τι σημαίνει το autres στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης autres στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του autres στο Γαλλικά.

Η λέξη autres στο Γαλλικά σημαίνει άλλος, άλλος, πιο μακρινός, αντίθετος, διαφορετικός, δεύτερος, αδέρφια, άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, κάποιος άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, άλλος ένας, άλλος, αλληλοαποκλειόμενος, κάπου αλλού, η μετά θάνατον ζωή, άλλος, πότε άλλοτε, μακριά από κπ/κτ, αταίριαστος, που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο, κοντά ο ένας στον άλλο, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλος, ακόμα ένας, διαφορετικός, συναρμολογούμενος, έναντι του περασμένου έτους, κανείς άλλος, χωριστά, χώρια, κάπως, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, μπρος πίσω, σε κάθε περίπτωση, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, ο ένας μετά τον άλλο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τις προάλλες, κάποια άλλη στιγμή, κάποια άλλη στιγμή, για οποιονδήποτε λόγο, από την μία μέρα στην άλλη, από το ένα άκρο στο άλλο, με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών, διαφορετικά, αλλιώς, με άλλον τρόπο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τη σειρά, ένας-ένας, μερικές φορές, που και που, από τη μία... από την άλλη, από την άλλη, ένας ένας, με τη σειρά, στην αντίπερα όχθη, από το σημείο Α στο σημείο Β, από μέρα σε μέρα, είτε έτσι είτε αλλιώς, απότομα, κοφτά, από την άλλη, πού αλλού, παρά, το ένα φέρνει το άλλο, μέχρι τέλους, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, σε πορεία σύγκρουσης, σαν όλους τους άλλους, τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, αντίστροφα, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, ο ένας ή ο άλλος, αυτό είναι άλλη ιστορία, ξεκόλλα, εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί, συγγραφέας ομιλιών, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, τροφός, που βάζει σε πειρασμό, ακόμα μία προσπάθεια, άκρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης autres

άλλος

adjectif (différent)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pas cette chemise, mais plutôt l'autre.
Όχι αυτό το πουκάμισο, το άλλο.

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Les quatre autres étudiants vont arriver après les vacances de Noël.
Πόσοι ακόμα θα έρθουν;

πιο μακρινός

adjectif (bout, côté)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντίθετος

(en face)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les buts étaient sur les côtés opposés du terrain.
Τα τέρματα ήταν στα αντίθετα (or: απέναντι) άκρα του γηπέδου.

διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Plusieurs facteurs pourraient expliquer les différents résultats du test.
Πολλοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τη διαφοροποίηση στις βαθμολογίες στο τεστ.

δεύτερος

(εναλλακτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bleu est mon deuxième choix.

αδέρφια

(Religion, figuré : être humain)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Soyons bon avec nos frères et traitons tous les êtres humains avec respect et décence.

άλλος

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Les jumeaux se ressemblent tellement que je ne peux pas les différencier l'un de l'autre.

άλλος ένας, κι άλλος ένας

adjectif (un de plus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais une autre tasse de café, s'il vous plaît.
Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ.

κάποιος άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ne veux pas le faire ; demande à quelqu'un d'autre.
Δεν θέλω να το κάνω. Ζήτα το από κάποιον άλλο.

άλλος ένας, κι άλλος ένας

pronom (un de plus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alfie a d'abord mangé un biscuit, puis il en a pris un autre.
Πρώτα, ο Αλ έφαγε ένα μπισκότο, μετά έφαγε ακόμα ένα (or: ακόμη ένα).

άλλος

adjectif (différent) (όχι ο ίδιος)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ça, c'est une tout autre histoire !
Αυτή είναι εντελώς διαφορετική (or: μια εντελώς διαφορετική) υπόθεση.

άλλος, άλλος ένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Cette guerre, on dirait un nouveau Vietnam.

άλλος

(différent)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ne peux pas porter cette robe rose ! Tu n'as rien d'autre ?
Δε μπορώ να φορέσω αυτό το ροζ φόρεμα! Κάτι άλλο δεν έχεις;

αλληλοαποκλειόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

κάπου αλλού

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quand ils ont vu le menu, ils ont décidé de déjeuner ailleurs. Mes clés doivent être ailleurs, vu qu'elles ne sont pas où je les laisse normalement.

η μετά θάνατον ζωή

(fig) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je sais qu'à ma mort, je retrouverai Harry dans l'au-delà.

άλλος

(en plus)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je prends les pommes, mais qu'as-tu d'autre ?
Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις;

πότε άλλοτε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si ce n'est pas maintenant, alors quand ?
Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε;

μακριά από κπ/κτ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils ont vécu séparément pendant des années : elle à Madrid et lui à Washington.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

αταίριαστος

(objets)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοντά ο ένας στον άλλο

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si ses yeux n'étaient pas aussi proches l'un de l'autre, il serait presque beau.

άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Y a-t-il une autre solution à ce problème ?
Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα;

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je te donne une autre chance.

ακόμα ένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

διαφορετικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναρμολογούμενος

locution adjectivale

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

έναντι του περασμένου έτους

locution adverbiale (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κανείς άλλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωριστά, χώρια

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je l'ai commandé il y a des semaines. Il devrait arriver d'un jour à l'autre.
Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι.

μπρος πίσω

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le bateau était secoué d'un côté à l'autre dans la mer déchaînée.

σε κάθε περίπτωση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jones peut jouer en défense et en milieu de terrain et il fait du bon boulot dans les deux cas.

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δε μοιάζει με τίποτε άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Son amour pour lui ne ressemble à aucun autre.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mon grand-père boit une pinte de temps à autre. Nous allons au restaurant de temps en temps, mais pas très souvent.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

ο ένας μετά τον άλλο

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est incroyable ! Il s'est assis là et a mangé dix piments habaneros l'un après l'autre.

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan a étudié la paroi de la falaise, déterminé à l'escalader d'une manière ou d'une autre.

τις προάλλες

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'autre jour, on est allés faire du snowboard et on s'est bien amusés. // Nous sommes toujours bons amis. Tiens, l'autre jour nous sommes allés boire un café.

κάποια άλλη στιγμή

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pas ce soir, une autre fois peut-être.

κάποια άλλη στιγμή

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για οποιονδήποτε λόγο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από την μία μέρα στην άλλη

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le temps est imprévisible ici, il change d'un jour sur l'autre.

από το ένα άκρο στο άλλο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαφορετικά, αλλιώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με άλλον τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'aimerais bien l'aider d'une façon ou d'une autre, parce qu'il mérite de réussir.

με τη σειρά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a regardé tous les chevaux un par un jusqu'à ce qu'il en trouve un qu'il voulait monter.
Κοίταξε όλα τ' άλογα με τη σειρά μέχρι που βρήκε ένα που ήθελε να καβαλήσει.

ένας-ένας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'employée a compulsé les fiches une par une avant de trouver celle qu'elle cherchait. Les pays d'Europe ont succombé un par un à l'avancée des armées de Napoléon.
Η υπάλληλος έψαξε ένα - ένα τα αρχεία μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν ένα - ένα μπροστά στην επέλαση του Ναπολέοντα.

μερικές φορές, που και που

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De temps à autre, j'oublie à qui je m'adresse et je l'appelle par son prénom.

από τη μία... από την άλλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'un côté, il serait plus rapide d'aller à Manchester en avion, mais de l'autre, ce serait plus cher que de prendre le train.
Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο.

από την άλλη

(avec "d'un côté")

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'un côté, j'ai envie de venir, mais d'un autre côté (or: de l'autre), il faut aussi que j'étudie pour l'examen.

ένας ένας, με τη σειρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στην αντίπερα όχθη

adverbe (μτφ: εντελώς αντίθετα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από το σημείο Α στο σημείο Β

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από μέρα σε μέρα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'attends le livre que j'ai commandé d'un jour à l'autre maintenant.

είτε έτσι είτε αλλιώς

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απότομα, κοφτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από την άλλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πού αλλού

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À quel autre endroit peut-on acheter cet appareil ? // Je ne sais pas de quel autre endroit ce bruit pourrait provenir.

παρά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Certains Américains pensent que la supervision gouvernementale des soins médicaux n'est rien d'autre que du socialisme.
Ορισμένοι Αμερικανοί θεωρούν ότι η αμέλεια που δείχνει η κυβέρνηση για την υγεία δεν είναι παρά σοσιαλισμός.

το ένα φέρνει το άλλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τέλους

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle a joué parfaitement bien du début à la fin.

αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε πορεία σύγκρουσης

locution verbale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les deux bateaux se dirigeaient l'un vers l'autre et sont entrés en collision.

σαν όλους τους άλλους

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'était un jour comme un autre jusqu'à ce qu'une voiture pénètre dans le salon.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους.

τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compassion n'est rien d'autre que la compréhension des sentiments d'autrui.

αντίστροφα

locution adverbiale (objet)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο ένας ή ο άλλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

interjection (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chanter de la pop est plutôt facile, mais chanter de l'opéra, c'est une autre paire de manches !

ξεκόλλα

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'accord, il t'a larguée. Passe à autre chose ! Il y a plein d'autres hommes mieux que lui de toute façon.
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί

nom masculin (sport)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγγραφέας ομιλιών

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο

(οδηγός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τροφός

nom masculin (φροντίδα ατόμου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που βάζει σε πειρασμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακόμα μία προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άκρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του autres στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του autres

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.