Τι σημαίνει το base στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης base στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του base στο Γαλλικά.

Η λέξη base στο Γαλλικά σημαίνει βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, στήριγμα, βάση, απλά μέλη, βάση, κεντρικά, χαμηλότερη θέση ιεραρχίας, βάση, αιτία, βάση, η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση, βασίζω, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, στηριζόμενος, βασισμένος, βασισμένος, βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, που βασίζεται σε κτ, βασικός, στοιχειώδης, στοιχειώδης, βασικός, χαμηλών προδιαγραφών, μπέιζμπολ, baseball, βάσεις, μπέιζμπολ, αρχή, γήπεδο μπέιζμπολ, BIOS, διαμάντι, βασικός, στοιχειώδης, πραγματικός, αληθινός, βοτανικός, φυτικός, εμπειρικός, χωρίς γάλα, πλασματικός, εμπιστοσύνης, φυτικής προέλευσης, βασίζομαι σε κτ, αρχή, γήπεδο μπέιζμπολ, βάση, θεμέλιο, υπόβαθρο, απλός βουλευτής, αεροπορική βάση, γάντι, διαστημοδρόμιο, κοσμοδρόμιο, ομάδα μπέιζμπολ, στρατιωτική βάση, επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο, βασικό επιτόκιο, φορολογητέα βάση, βουλευτής, καταυλισμός στους πρόποδες βουνού, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κατώτερο τμήμα ποταμού, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, ρόπαλο μπέιζμπολ, τζόκεΐ, γήπεδο μπέιζμπολ, γάντι του μπέιζμπολ, περίοδος μπέιζμπολ, αρχικό κόστος, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, πρώτη βάση, ο μέσος άνθρωπος, στρατιωτική βάση, ελλάσσων πρόταση, αεροπορική βάση του ναυτικού, εισαγωγικό μάθημα, δεύτερη βάση, δομικός, βασικός πληθωρισμός, βάση, ρίζα, στρατιωτική βάση, στρατιωτική βάση, αγώνας μπέιζμπολ, παίκτης μπέιζμπολ, ομάδα μπέιζμπολ, βασικές πληροφορίες, πιάτο με βοδινό, πίνακας δεδομένων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης base

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le lampadaire repose sur une large base circulaire.
Το φωτιστικό δαπέδου έχει μια μεγάλη στρογγυλή βάση.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Bible est la base de la majorité des croyances chrétiennes.
Η Βίβλος αποτελεί τη βάση των περισσότερων Χριστιανικών πιστεύω.

βάση

nom féminin (ingrédient principal) (κύριο συστατικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La base de la sauce est la tomate.
Η σάλτσα έχει βάση την τομάτα.

βάση

nom féminin (militaire) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marine des États-Unis dispose d'une base à San Diego.
Οι ΗΠΑ έχουν μια βάση στο Σαν Ντιέγκο.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons utilisé l'arbre comme base, puis nous avons tout mesuré en fonction.
Χρησιμοποιήσαμε ως βάση το δέντρο και μετρήσαμε τα πάντα από εκεί.

βάση

nom féminin (Base-ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le coureur a franchi la deuxième base et fonce tout droit vers la troisième.

βάση

nom féminin (Chimie) (χημεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce liquide est une base, pas un acide.
Αυτό το υγρό είναι βάση, όχι οξύ.

βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La base en matière d'évaluation dans le cycle primaire, c'est de s'assurer que les élèves atteignent un niveau approprié pour leur âge.
Η βάση των τυποποιημένων εξετάσεων στα δημοτικά σχολεία έγκειται στην ανάγκη όλοι οι μαθητές να είναι στο κατάλληλο επίπεδο για την ηλικία τους.

στήριγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάση

nom féminin (Mathématiques) (αριθμητικά συστήματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απλά μέλη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βάση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το επιχείρημα του δικηγόρου δεν είχε καμιά βάση.

κεντρικά

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

χαμηλότερη θέση ιεραρχίας

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les recrues et conscrits intègrent normalement l'armée à la base.

βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confiance et la communication constituent les bases d'une relation florissante.
Η εμπιστοσύνη και η επικοινωνία είναι η βάση για μια καλή σχέση.

αιτία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sur quelle base fondez-vous vos conclusions ?
Η δικαστής είπε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έκανε και άλλο αδίκημα.

βάση

nom féminin (Base-ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le coureur était tranquille parce que le premier batteur avait mis un pied hors de la base.

η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση

verbe transitif (surtout au passif) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'entreprise de Tom l'a basé à New York mais il voyage partout aux États-Unis.

βασίζω

verbe transitif (passif) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son argument était basé sur sa croyance en Dieu.

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le consultant était basé (or: installé) à Miami mais travaillait dans tout le pays.
Ο σύμβουλος είχε ως βάση (or: έδρα) το Μαϊάμι, αλλά εργαζόταν σε ολόκληρη τη χώρα.

έχω ως βάση, έχω ως έδρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fernando est basé au bureau de la firme à São Paulo.
Ο Φερνάντο έχει ως βάση το γραφείο της εταιρείας στο Σάο Πάολο.

στηριζόμενος, βασισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sa réflexion est fondée sur de nombreuses années d'expérience.

βασισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Beaucoup de films s'inspirent d'histoires vraies. La pièce s'inspire du roman du même nom.

βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω

(κάτι πάνω/σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon opinion est basée sur des faits, pas des commérages.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βάσισε το συμπέρασμά της στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

που βασίζεται σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certains pays ont des lois fondées sur des religions d'État.

βασικός, στοιχειώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beaucoup de personnes ne vont jamais plus loin que les règles élémentaires de grammaire.
Πολύς κόσμος ποτέ δε φτάνει πέρα από τους βασικούς κανόνες της γραμματικής.

στοιχειώδης, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλών προδιαγραφών

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μπέιζμπολ, baseball

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anna aime plein de sports, comme le base-ball, le football et le rugby.
Στην Άννα αρέσουν πολλά αθλήματα, όπως μπέιζμπολ, ποδόσφαιρο και ράγκμπυ.

βάσεις

(éducation) (βασική εκπαίδευση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Une fois que vous avez les bases en science, vous pouvez choisir la branche de ce domaine dans laquelle vous voulez vous spécialiser.

μπέιζμπολ

nom féminin

αρχή

(souvent au pluriel) (μτφ: βασική έννοια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γήπεδο μπέιζμπολ

(Base-ball, technique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

BIOS

(Informatique, anglicisme) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαμάντι

(Base-ball, technique) (σε γήπεδο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les joueurs se sont dirigés vers le diamant.

βασικός, στοιχειώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a une compréhension élémentaire (or: basique) du fonctionnement des voitures.
Έχει μια βασική αντίληψη του πώς λειτουργεί το αυτοκίνητο.

πραγματικός, αληθινός

(με στοιχεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La police a confirmé que les informations relayées par les médias étaient factuelles.
Η αστυνομία επιβεβαίωσε πως τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ είχαν βάση.

βοτανικός, φυτικός

locution adjectivale (από χόρτα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le naturopathe a prescrit un mélange à base de plante pour guérir les crampes.

εμπειρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voici quelques exigences basées sur l'expérience que les candidats doivent remplir.

χωρίς γάλα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλασματικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμπιστοσύνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυτικής προέλευσης

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βασίζομαι σε κτ

Cette fiction s'avère être basé sur des faits réels.
Αυτή η ιστορία φαντασίας στην πραγματικότητα βασίζεται σε γεγονότα.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dévouement de nos employés est l'un des fondements de notre entreprise.

γήπεδο μπέιζμπολ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le stade de base-ball est utilisé par plusieurs équipes amateur pendant l'été.
Το γήπεδο του μπέιζμπολ χρησιμοποιείται το καλοκαίρι από ερασιτεχνικές ομάδες.

βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police compile une base de données de scènes de crime.
Η αστυνομία συγκεντρώνει μια βάση δεδομένων με τους τόπους των εγκλημάτων.

θεμέλιο, υπόβαθρο

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma femme et mes enfants sont le socle de ma vie, je ne sais pas ce que je ferais sans eux.

απλός βουλευτής

nom masculin et féminin (χωρίς άλλο αξίωμα)

αεροπορική βάση

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γάντι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαστημοδρόμιο, κοσμοδρόμιο

(εκτόξευση διαστημόπλοιου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομάδα μπέιζμπολ

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'est pas certain que le joueur reste dans le club de base-ball.

στρατιωτική βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les Alliés ont déplacé leur base opérationnelle de l'Angleterre à la côté normande.

επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο

nom masculin (intérêts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le taux de base américain actuel est à 3,25 %.

βασικό επιτόκιο

nom masculin

Actuellement, le taux de base est de 3,25 % aux États-Unis.

φορολογητέα βάση

nom féminin

Notre base imposable a baissé depuis l'ouragan.

βουλευτής

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

καταυλισμός στους πρόποδες βουνού

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin pluriel

κατώτερο τμήμα ποταμού

nom masculin (technique : d'une rivière)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρόπαλο μπέιζμπολ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une batte de base-ball est traditionnellement faite en bois de frêne.

τζόκεΐ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γήπεδο μπέιζμπολ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάντι του μπέιζμπολ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περίοδος μπέιζμπολ

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχικό κόστος

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτη βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο μέσος άνθρωπος

nom masculin (familier, péjoratif)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peux-tu expliquer ta théorie de façon compréhensible au pékin de base ?

στρατιωτική βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est interdit de prendre des photos à proximité d'une base militaire.

ελλάσσων πρόταση

(λογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροπορική βάση του ναυτικού

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εισαγωγικό μάθημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεύτερη βάση

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ)

Ο επιθετικός μπάτερ μπόρεσε να προσεγγίσει τη δεύτερη βάση με ασφάλεια.

δομικός, βασικός πληθωρισμός

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βάση, ρίζα

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτική βάση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma tante est une employée civile dans une base militaire.

στρατιωτική βάση

nom féminin

αγώνας μπέιζμπολ

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίκτης μπέιζμπολ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le sportif dont tu parles est un joueur de base-ball à la retraite.

ομάδα μπέιζμπολ

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικές πληροφορίες

πιάτο με βοδινό

nom masculin (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.

πίνακας δεδομένων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του base στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του base

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.