Τι σημαίνει το basse στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης basse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του basse στο Γαλλικά.

Η λέξη basse στο Γαλλικά σημαίνει καλσόν, καλτσόν, κάτω μέρος, κάλτσα, χαμηλά, χαμηλά, τέλος, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, σιγανός, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλός, χαμηλά, χαμηλά, κάτω μέρος, που έχει μειωθεί, χαμηλός, κοντός, κάλτσες, κάτω, ψιθυριστός, πεσμένος, ποταπός, τιποτένιος, χαμηλός, ποταπός, ευτελής, χαμηλού υψομέτρου, ποταπός, βάση, χαμηλός, απαλός, σιγανός, βαθύφωνος, μπάσο, μπάσο, μπάσος, μπάσο, για ανειδίκευτους εργάτες, μπάσο, χαμηλό, τα χαμηλά, χαμηλά, χαμηλώνω, κατεβάζω, εκείνος, φθηνιάρικος, εκεί, εκεί πέρα, προς τα εκεί, εκεί, εκεί πέρα, ουστ!, δίνε του!, υπογάστριο, διανοούμενη, τοκετός, οικονομίες, χαμηλό προφίλ, υπογάστριο, διάδρομος εκκλησίας, ανάγλυφο, ρίχνω, πεζός, εκεί πέρα, από κάτω προς τα πάνω, εκεί πέρα, πεζά γράμματα, βούρκος, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω, χαμηλά, γέννα, αργόστροφος, τα ρηχά, γεννάω, γεννώ, πέρα, εκεί, στη γη, κάτω στη γη, ρίχνω, φτηνός, κατώτατος, τιποτένιος, φτηνιάρικος, κατώτατος, με μειωμένη τιμή, με μειωμένη τιμή, ανάποδος, χαμηλής έντασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης basse

καλσόν, καλτσόν

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roberta portait des bas sous sa jupe.
Η Ρομπέρτα φορούσε καλσόν κάτω από τη φούστα της.

κάτω μέρος

(de l'escalier, immeuble, page)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La salle de bain est en bas de l'escalier. Comment faire pour faire apparaître les numéros de page en bas de page ?
Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας;

κάλτσα

nom masculin (ψηλή, μέχρι τον μηρό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'avion volait bas, et frôlait le toit des maisons.
Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια.

χαμηλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il se pencha très bas pour embrasser son enfant.
Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του.

τέλος

nom masculin (priorité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette corvée est en bas de ma liste.
Αυτή η δουλειά είναι στο τέλος της λίστας μου.

χαμηλά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il parlait bas (or: Il murmurait) afin que personne ne puisse l'entendre.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

χαμηλά

adverbe (Musique)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'espère que tu chantes en basse parce qu'il faut chanter cela très bas.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

χαμηλός

adjectif (hauteur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les plafonds de cette chambre sont bas.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

χαμηλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les critères d'entrée à la compétition sont vraiment bas cette année.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

χαμηλός, σιγανός

adjectif (voix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle lui parlait à voix basse dans l'oreille.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

χαμηλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La boutique vend des jeans à bas prix.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

πονηρός, ύπουλος, δόλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Employer de basses tactiques comme rouler les clients vous attirera beaucoup d'ennemis.
Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

χαμηλός

(caste, classe sociale,...) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était d'une basse caste.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

χαμηλά

adjectif (soleil : couchant)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le soleil était bas et sur le point de se coucher.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

adjectif (soleil : levant)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il était tôt et le soleil était encore bas.

κάτω μέρος

(survêtement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει μειωθεί

(stocks, réserves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les stocks d'eau potable sont très bas.

χαμηλός, κοντός

adjectif (plante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je dois mettre des plantes basses le long de ce mur pour ne pas qu'elles gênent l'ouverture des fenêtres.

κάλτσες

(χωρίς καβάλο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Vicky s'est acheté de nouveaux bas parce que ses préférés étaient déchirés.

κάτω

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψιθυριστός

adjectif (voix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεσμένος

adjectif (δείχνει μείωση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le prix du pétrole est bas cette semaine.
Η τιμή του πετρελαίου είναι πεσμένη αυτή την εβδομάδα.

ποταπός, τιποτένιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ses motivations sont basses et viles.
Τα κίνητρά του είναι ποταπά (or: τιποτένια) και χυδαία.

χαμηλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le niveau de l'eau est bas. On devrait en rajouter.

ποταπός, ευτελής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ses basses remarques offensaient les femmes.

χαμηλού υψομέτρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποταπός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet ignoble voleur m'a dérobé mon portefeuille !

βάση

(montagne, escalier,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle se tenait au pied (or: en bas) de l'escalier, les yeux levés.
Στάθηκε στη βάση της σκάλας και κοίταξε κατά πάνω.

χαμηλός

(objet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le jardin était parsemé de plusieurs petits arbustes.

απαλός, σιγανός

(voix) (ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intervenant réservé parlait d'un voix douce (or: à voix basse).

βαθύφωνος

nom féminin (chanteur)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάσο

nom féminin (voix) (βαθιά αντρική φωνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπάσο

nom féminin (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La basse est trop forte sur cette chaîne.
Τα μπάσα σε αυτό το στερεοφωνικό είναι πολύ δυνατά.

μπάσος

(Musique : voix masculine)

Michael est ténor, mais Owen est basse.
Ο Μάικλ είναι τενόρος αλλά ο Όουεν είναι βαθύφωνος.

μπάσο

nom féminin (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve se charge toujours de la basse lorsque l'on fait des harmonies à quatre voix.

για ανειδίκευτους εργάτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les immigrants prennent souvent les boulots subalternes dont personne d'autre ne veut.
Οι μετανάστες συχνά κάνουν απαξιωτικές εργασίες τις οποίες κανείς άλλος δεν θέλει.

μπάσο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Howard joue de la basse dans un groupe de rock. Mon ami joue de la guitare basse.
Ο Χάουαρντ παίζει μπάσο στο ροκ συγκρότημα.

χαμηλό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
L'action avait atteint son minimum cette année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο.

τα χαμηλά

nom masculin (rang)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a commencé en bas de l'échelle et a fini PDG.
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε να γίνει διευθύνων σύμβουλος.

χαμηλά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La règle en bourse, c'est : achète à bas prix, revends à prix d'or !
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

χαμηλώνω, κατεβάζω

verbe transitif (μέχρι/έως/σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pilote amena son appareil à mille pieds.
Ο πιλότος έριξε το αεροπλάνο στα χίλια πόδια.

εκείνος

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

φθηνιάρικος

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'establishment blanc considérait que le jazz était une forme d'amusement vulgaire (or: de bas étage).

εκεί

(à cet endroit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il était là, au bar.
Ήταν εκεί, στο μπαρ.

εκεί πέρα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le lac se trouve là-bas.

προς τα εκεί

(κατεύθυνση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκεί

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκεί πέρα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le gâteau est là-bas.
Το κέικ είναι εκεί πέρα.

ουστ!, δίνε του!

(très familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dégage ! Je ne veux plus te voir sur ma pelouse !

υπογάστριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διανοούμενη

(familier) (γυναίκα)

τοκετός

(διαδικασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικονομίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Matthew a dépensé toutes ses économies pour une voiture de course et ça n'a pas plu à sa femme.

χαμηλό προφίλ

(personne)

Ο πολιτικός διατήρησε χαμηλό προφίλ για αρκετούς μήνες μετά το σκάνδαλο.

υπογάστριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En cas de douleur persistante dans le bas-ventre, consultez un médecin.

διάδρομος εκκλησίας

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάγλυφο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le motif est gravé en bas-relief sur le mur du temple.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πεζός

(lettre) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Utilise un mélange de lettres majuscules et minuscules pour ton mot de passe.
Χρησιμοποιήστε μείξη κεφαλαίων και πεζών χαρακτήρων στο συνθηματικό σας.

εκεί πέρα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Qu'est ce qu'il y a là-bas, derrière le mur ?
Τι βρίσκεται πίσω από τον τοίχο εκεί πέρα;

από κάτω προς τα πάνω

(προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκεί πέρα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πεζά γράμματα

Écris en minuscules, pas en majuscules.

βούρκος

(figuré : maison,...) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me suis effacé pour laisser passer l'ambassadeur.

χαμηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γέννα

(femme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'accouchement s'est bien passé, et n'a pas duré longtemps.
Η γέννα πήγε καλά και δεν κράτησε πολύ.

αργόστροφος

(familier) (καθομιλουμένη, πιθανά προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τιμ είναι πολύ συμπαθητικός, αλλά είναι αργόστροφος, δεν παίρνει καλούς βαθμούς στο σχολείο.

τα ρηχά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont trouvé des coquillages dans les hauts-fonds.
Βρήκαν κοχύλια στα ρηχά.

γεννάω, γεννώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La brebis a agnelé en mai.
Η προβατίνα γέννησε τον Μάιο.

πέρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle vit là-bas, à l'ouest de la ville.
Μένει πέρα στο δυτικό άκρο της πόλης.

εκεί

adverbe (endroit éloigné)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vais là-bas ce soir.

στη γη, κάτω στη γη

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Les étoiles brillent sur nous ici-bas.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce cheval noir désarçonne quiconque essaie de le monter.

φτηνός

(όχι ακριβός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Franck préfère acheter des rasoirs bon marché.
Ο Φρανκ προτιμά να αγοράζει φτηνά ξυραφάκια.

κατώτατος

adjectif (profondeur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'explosion a eu lieu au niveau le plus bas de la mine.
Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου.

τιποτένιος, φτηνιάρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατώτατος

adjectif (superlatif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μειωμένη τιμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με μειωμένη τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάποδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce tableau est à l'envers (or: a la tête en bas).
Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος.

χαμηλής έντασης

locution adjectivale (sport, aérobic)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του basse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του basse

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.