Τι σημαίνει το doucement στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης doucement στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doucement στο Γαλλικά.

Η λέξη doucement στο Γαλλικά σημαίνει αργά, αργά, σιγά, ελαφρά, απαλά, μαλακά, απαλά, Με το μαλακό, σιγά, σιγανά, μαλακά, απαλά, αθόρυβα, ήπια, τεμπέλικα, βαριεστημένα, σιγά, απαλά, ήρεμα, ελαφρά, ελαφριά, απαλά, απαλά, σταδιακά, προχωράω αργά, παίρνω κάτι με το μαλακό, παίρνω κτ με το μαλακό, χλιμιντρίζω, είμαι προσεκτικός, είμαι ελαστικός με κπ, βγαίνω έρποντας, εμφανίζομαι ξαφνικά, ρίχνω, πετάω, πετώ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, αφαιρώ προσεκτικά, είμαι επιεικής, φυσάω απαλά, φυσάω ελαφρά, προχωράω αργά, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, μεταφέρω, φέρνω, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, κινούμαι σταδιακά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης doucement

αργά

(sans se presser)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette recette donne de meilleurs résultat si le plat est cuisiné lentement (or: doucement).
Αυτή η συνταγή είναι καλύτερα να μαγειρεύεται αργά.

αργά, σιγά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il relâcha lentement (or: progressivement) la pédale de l'accélérateur.

ελαφρά, απαλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Brosse les cheveux du bébé très doucement.
Βούρτσισε τα μαλλιά του μωρού πολύ απαλά (or: ελαφρά).

μαλακά, απαλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il m'a touché doucement l'épaule et a murmuré quelque chose.
Με άγγιξε απαλά στον ώμο και ψιθύρισε κάτι.

Με το μαλακό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Τομ και η Λούσι μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσουν τη Τζιν, η οποία δούλευε ακόμα.

μαλακά, απαλά, αθόρυβα

(ήχος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle parlait si doucement que je ne pouvais pas l'entendre.

ήπια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le homme gentil nous parlait avec douceur.

τεμπέλικα, βαριεστημένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σιγά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Parle doucement ! Je ne suis pas sourd !

απαλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La feuille volait tout doucement vers le sol.
Το φύλλο έπεσε απαλά στο έδαφος.

ήρεμα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'y vais doucement (or: tranquillement) ce soir parce que je dois conduire.
Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι.

ελαφρά, ελαφριά, απαλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il la toucha légèrement pour capter son attention.

απαλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Kate tenait le bébé avec douceur.
Η Κέιτ κρατούσε το μωρό προσεκτικά.

σταδιακά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le temps va graduellement s'améliorer durant les jours prochains.
Ο καιρός θα βελτιωθεί σταδιακά τις επόμενες μέρες.

προχωράω αργά

L'alpiniste avançait doucement le long de la corniche sur la paroi rocheuse.

παίρνω κάτι με το μαλακό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω κτ με το μαλακό

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χλιμιντρίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι προσεκτικός

locution verbale (figuré)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός.

είμαι ελαστικός με κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω έρποντας

Elle s'est glissée hors de son sac de couchage pour voir si c'était un ours qui faisait du bruit à l'extérieur de la tente.
Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της.

εμφανίζομαι ξαφνικά

Elle a fait peur à sa sœur en s'approchant tout doucement d'elle et en criant "Bouh !"
Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!»

ρίχνω, πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob a lancé la balle à Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai essayé de m'éloigner lentement de l'ivrogne dans l'autobus.

αφαιρώ προσεκτικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris a retiré le bouchon doucement de la bouteille de vin.

είμαι επιεικής

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vas-y doucement avec les nouveaux élèves.

φυσάω απαλά, φυσάω ελαφρά

Un vent frais soufflait doucement à travers la fenêtre.

προχωράω αργά

Karen avançait doucement sur la glace pour ne pas tomber.
Η Κάρεν προχώρησε αργά και προσεκτικά πάνω στον πάγο για να μην πέσει.

προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après une semaine de congé, il faut se remettre doucement au travail.

μεταφέρω, φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une douce brise porta doucement l'odeur des fleurs à mon nez.

προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινούμαι σταδιακά

verbe pronominal

Il voulait s'asseoir plus près d'elle, alors il s'approcha doucement.
Ο Μαρκ ήθελε να καθίσει δίπλα στην Τζούλι. Γι' αυτό κινήθηκε σιγά σιγά προς το μέρος της.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doucement στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του doucement

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.