Τι σημαίνει το behaviour στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης behaviour στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του behaviour στο Αγγλικά.

Η λέξη behaviour στο Αγγλικά σημαίνει συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφορά, συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά, κακή διαγωγή, διαχείριση συμπεριφοράς, τροποποίηση συμπεριφοράς, συμπεριφορά, θεραπεία συμπεριφοράς, συμπεριφορά καταναλωτή, συμπεριφορά καταναλωτών, καλή συμπεριφορά, καλή διαγωγή, ένστικτο μετανάστευσης, κακή διαγωγή, τυπική συμπεριφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης behaviour

συμπεριφορά, διαγωγή

noun (person: conduct)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His behaviour seems to be worse when visitors come.
Φαίνεται ότι η συμπεριφορά (or: διαγωγή) του χειροτερεύει όταν έρχονται επισκέπτες.

συμπεριφορά

noun (animal: habits)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog's behavior is a combination of instinct and conditioning.
Η συμπεριφορά των σκύλων είναι αποτέλεσμα ενστίκτου και εκπαίδευσης.

συμπεριφορά

noun (system or machine: functioning) (τρόπος λειτουργίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car is old and its behaviour is unpredictable.

κακή συμπεριφορά

noun (child: naughtiness)

As a punishment for bad behaviour, the child was sent to his room.

κακή διαγωγή

noun (US (prisoner: criminal acts)

He had his prison sentence extended for bad behavior.
Η ποινή του παρατάθηκε λόγω κακής διαγωγής.

διαχείριση συμπεριφοράς

noun (discipline)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
"Time out" is a technique used in behavior management.

τροποποίηση συμπεριφοράς

noun (changing habits through therapy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Behaviour modification consists of learning new habits.
Η τροποποίηση συμπεριφοράς συνίσταται στην εκμάθηση νέων συνηθειών.

συμπεριφορά

(way of acting) (ως σύνολο, όχι μεμονωμένη ενέργεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεραπεία συμπεριφοράς

noun (psychology: treatment) (ψυχολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμπεριφορά καταναλωτή, συμπεριφορά καταναλωτών

noun (spending patterns)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
According to current consumer behavior, we predict that this product won't sell.

καλή συμπεριφορά

noun (child: not misbehaving)

Billy got a sticker for his good behavior today at school.

καλή διαγωγή

noun (prisoner: good conduct)

I expect that he will have his prison term reduced for good behaviour.

ένστικτο μετανάστευσης

noun (bird: navigating back) (πουλί)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κακή διαγωγή

noun (bad conduct)

The student was sent out of the class for poor behaviour.

τυπική συμπεριφορά

noun (what is normally done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του behaviour στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του behaviour

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.