Τι σημαίνει το blanco στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blanco στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blanco στο ισπανικά.
Η λέξη blanco στο ισπανικά σημαίνει άσπρο, άσπρος, λευκός, στόχος, άσπρος, λευκός, στόχος, λευκός, λευκός, χιονισμένος, στόχος, που ανήκει στη λευκή φυλή, διάνα, στόχος, χιονισμένος, στόχος, άσπιλος, σημάδι, στόχος, λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντης, χλωμός, στόχος που χρησιμοποιείται στα βελάκια, ανοιχτόχρωμος, στόχος, κέντρο, χλωμός, χλομός, ασπρόμαυρος, κράταιγος, λευκό μολύβδου, φοβάμαι, χάνω το χρώμα μου, ασπρόμαυρος, των ρέντνεκς, καταχωρώ, καταγράφω, άυπνος, άγρυπνος, αρίγωτος, που κινείται προς το στόχο, ξεκάθαρος, ντυμένος στην πένα,στην τρίχα, υπόλευκος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, ωχρός, χλωμός, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, ακριβής, γραφείου, χωρίς βαθμό, ασπρόμαυρα, άσπρο πάτο, επίκεντρο ενδιαφέροντος, κρασί με σόδα, ασπρόμαυρη φωτογραφία, εύκολος στόχος, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, φράκο, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ανοιχτή επιταγή, εύκολος στόχος, αστραφτερό λευκό, πλατίνα, λευκό κρασί, γυαλιστερό λευκό, κινούμενος στόχος, λευκή σοκολάτα, λευκό ψάρι, λευκός μόσχος, λευκό παγώνι, λευκό γλαρόνι, λευκό τεριέ, λευκή κόλλα, κενό, εύκολος στόχος, άσπρο-μαύρο, φασόλι νέιβι, φασόλι navy, χάκερ με ηθική, λευκός καρχαρίας, οπισθογράφηση, λευκός, λευκός λύκος, πολικός λύκος, λευκή βελανιδιά, συνθήκες μηδενικής ορατότητας λόγω χιονόπτωσης, υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμών, αποδέχομαι την κριτική, πετυχαίνω, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, έχω ένα κενό μνήμης, χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω, χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω, χλωμιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blanco
άσπροnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Tiene este vestido en blanco o en negro? Έχετε αυτό το φόρεμα σε άσπρο ή μαύρο; |
άσπρος, λευκόςadjetivo (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ella imprimió el documento en una hoja de papel blanca. Τύπωσε το έγγραφο σε άσπρο (or: λευκό) χαρτί. |
στόχοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El presidente era el blanco del francotirador, así que lo mantuvieron cubierto. Ο πρόεδρος ήταν στο στόχαστρο του ελεύθερου σκοπευτή, γιαυτό τον προστάτευαν. |
άσπρος, λευκόςadjetivo (piel) (δέρμα: χλωμός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Soy tan blanco que nunca me bronceo. Η επιδερμίδα μου είναι τόσο άσπρη (or: λευκή) που δεν μαυρίζω ποτέ. |
στόχοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ellos colocaron el blanco a treinta metros de distancia. Τοποθέτησαν έναν στόχο τριάντα μέτρα μακριά. |
λευκόςadjetivo (φυλή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aunque hay muchas personas blancas en esta ciudad, la cantidad de personas de otras etnias se ha incrementado dramáticamente. Αν και υπάρχουν πολλοί λευκοί άνθρωποι σε αυτήν την πόλη, ο αριθμός των άλλων φυλών έχει αυξηθεί δραματικά. |
λευκόςadjetivo (vino) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Normalmente bebemos vino blanco con el pescado. Συνήθως πίνουμε λευκό κρασί όταν τρώμε ψάρι. |
χιονισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tendremos una Navidad blanca si se cumplen los pronósticos del tiempo. |
στόχοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El presidente es blanco de muchos chistes. |
που ανήκει στη λευκή φυλή(ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hombre dijo que un blanco le robó. |
διάναnombre masculino (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Juan tiró el dardo que dio en el blanco. |
στόχοςnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si vas vestida así vas a ser el blanco de las burlas. |
χιονισμένοςadjetivo (μεταφορικά, λόγιος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Su barba es blanca pero su cabello todavía es negro. Τα γένια του είναι άσπρα, αλλά τα μαλλιά του είναι ακόμη σκούρα. |
στόχος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De cinco flechas lanzadas, lograste tres blancos. Από τις πέντε βολές σου, μόνο οι τρεις ήταν εύχτοχες. |
άσπιλος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dio en el blanco al tercer tiro con el arco. Πέτυχε το σημάδι (or: στόχο) με την τρίτη βολή με το τόξο του. |
στόχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El carterista buscaba un nuevo blanco con la cartera llena. Ο πορτοφολάς έψαξε να βρει καινούριο στόχο με γεμάτο πορτοφόλι. |
λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντηςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los socios del despacho jurídico son todos blancos, anglosajones y protestantes. Όλοι οι συνέταιροι σε αυτή τη δικηγορική εταιρεία είναι λευκοί Αγγλοσάξονες προτεστάντες. |
χλωμός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las niñas evitaban tanto el sol que estaban pálidas. |
στόχος που χρησιμοποιείται στα βελάκια
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los niños pegaron una foto de su profesor en la diana. |
ανοιχτόχρωμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La niña escocesa tenía una hermosa piel clara. Η Σκοτσέζα είχε ωραίο ανοιχτόχρωμο δέρμα. |
στόχος(MX, coloquial) (πειράγματος, πλάκας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Agarrábamos a John de nuestro puerquito en la escuela. Ο Τζον ήταν ο στόχος όλων των πειραγμάτων μας στο σχολείο. |
κέντρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi dardo no dio en la diana por unos pocos milímetros. |
χλωμός, χλομός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Deberías recostarte. Te ves pálido. |
ασπρόμαυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La familia no podía comprar un televisor nuevo, así que miraban los programas en una vieja pantalla monocromática. |
κράταιγος(φυτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un pequeño majuelo creció a un lado de la entrada del edificio. |
λευκό μολύβδου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φοβάμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω το χρώμα μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La gente palidece cuando se desmaya. |
ασπρόμαυρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sorprendentemente, la fotografía monocromática tenía mucho detalle. |
των ρέντνεκς(voz inglesa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este es un verdadero pueblo redneck. |
καταχωρώ, καταγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anotar tus pensamientos te ayuda a pensar las cosas con más claridad. Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά. |
άυπνος, άγρυπνος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando tienes un bebé, debes esperar noches sin poder dormir. |
αρίγωτος(papel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που κινείται προς το στόχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκάθαροςlocución adjetiva (división clara) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντυμένος στην πένα,στην τρίχαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπόλευκοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No es un blanco limpio, es blanco crudo. |
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando me case quiero ponerme un vestido blanco inmaculado y llevar un ramo de flores. |
ωχρός, χλωμόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Debido a su piel muy blanca tenía que protegerse del sol. |
άσπρος σαν πανίlocución adjetiva (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te ves como si hubieras visto un fantasma, ¡estás blanco como la leche! |
άσπρος σαν το χιόνιadjetivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cama de mi abuela tenía una manta blanca como la nieve. |
ακριβής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esa reflexión es acertada, identificaste el problema con exactitud. Η γνώμη σου ήταν απόλυτα ακριβής, εντόπισες με ακρίβεια το πρόβλημα. |
γραφείουlocución adjetiva (estamento social) (σε γενική: δουλειά, υπάλληλος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
χωρίς βαθμό(επιλογή ανάλογα με το άθλημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασπρόμαυραlocución adverbial (fotografía) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prefiero revelar mis fotografías en blanco y negro. |
άσπρο πάτο(coloquial, brindis) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Arriba, abajo, al centro y adentro todo el mundo! |
επίκεντρο ενδιαφέροντος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρασί με σόδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασπρόμαυρη φωτογραφία(διαδικασία) Mi fotógrafo preferido es Balthasar Burkhard. Me fascinan sus fotografías blanco y negro. |
εύκολος στόχος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El estudio es un blanco fácil para los críticos que dicen que los resultados eran predecibles. |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίlocución nominal masculina El pan de salvado es más nutritivo que el pan blanco. |
φράκο(corbata) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Usaré moño blanco para el baile del alcalde. |
ασπρόμαυρη ταινία
|
ασπρόμαυρη τηλεόραση
Mis padres recuerdan los días en que sólo había televisores blanco y negro. |
ανοιχτή επιταγή
|
εύκολος στόχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era una mujer mayor que vivía sola: una presa fácil para el estafador. |
αστραφτερό λευκόlocución nominal masculina (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En la nueva colección de trajes de novia predomina el blanco perla. |
πλατίναnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gustaba lucir anillos de oro blanco. |
λευκό κρασίlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No me gusta el vino, pero uso vino blanco para cocinar. |
γυαλιστερό λευκόlocución nominal masculina (color) (χρώμα) El blanco brillante es bueno para las cocinas porque es fácil de limpiar. |
κινούμενος στόχος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Con esa escopeta jamás le darás a un blanco en movimiento. |
λευκή σοκολάταnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El chocolate blanco me resulta un poco empalagoso. |
λευκό ψάρι
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός μόσχοςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκό παγώνιlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λευκό γλαρόνιlocución nominal masculina (θαλασσοπούλι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λευκό τεριέlocución nominal masculina (ράτσα σκύλου) |
λευκή κόλλα
|
κενόlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εύκολος στόχος
|
άσπρο-μαύρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φασόλι νέιβι, φασόλι navylocución nominal masculina |
χάκερ με ηθικήlocución nominal común en cuanto al género (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός καρχαρίαςlocución nominal masculina |
οπισθογράφηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκός
|
λευκός λύκος, πολικός λύκοςlocución nominal masculina |
λευκή βελανιδιάlocución nominal masculina |
συνθήκες μηδενικής ορατότητας λόγω χιονόπτωσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υφάσματα, λευκά είδη, είδη νεωτερισμώνlocución nominal masculina (MX) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδέχομαι την κριτικήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al actuar de una manera tan impulsiva fue blanco de las críticas. |
πετυχαίνωlocución verbal (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση(en exasperación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando escuché su último plan para hacerse rico desvié la mirada. |
έχω ένα κενό μνήμηςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando le dijeron que su hermano estaba en el hospital se puso blanca. |
χλωμιάζωexpresión (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blanco στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του blanco
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.