Τι σημαίνει το ni στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ni στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ni στο ισπανικά.

Η λέξη ni στο ισπανικά σημαίνει ούτε, ούτε, ούτε, Βόρεια Ιρλανδία, νι, ούτε καν, μέτριος, κανένας, κακοσχεδιασμένος, απερίσκεπτος, αγέρωχα, υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα, ο παραμικρός, αβάσιμος, μέτρια, ποτέ, ουδέποτε, καθόλου, ούτε κατά διάνοια, χωρίς λόγο, για τίποτα στον κόσμο, σε καμία περίπτωση, περιττό να λεχθεί, κοντά σε, πόσο μάλλον, oύτε κατά διάνοια, Σιγά, σίγουρα όχι, τσιμουδιά, με τίποτα, με την καμία, με την καμία, δεν υπάρχει, με τίποτα, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, πάει και τελείωσε, εμένα μου λες, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, δεν έχω ιδέα, με την καμία, αποκλείεται, Γιατί όχι;, Δεν παίζει!, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ακριβώς, που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο, ούτε ίχνος, ψυχή, ούτε ίχνος, αφανής εταίρος, παραμικρή ελπίδα, σκιά, ιδιοκτησία χωρίς δυνατότητα απαλλοτρίωσης, όχι πιο κοντά από, ούτε ψυχή, κανείς, ούτε ένας, δεν έχω ιδέα, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, φτάνω στο νεκρό σημείο, δεν βγάζει πουθενά, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, συμπληρώνω βιαστικά, δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση, δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, απολύτως τίποτα, ούτε πιο... ούτε πιο..., ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, πολύ λιγότερο, ούτε στο ελάχιστο, να με πάρει και να με σηκώσει, αποκλείεται, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, διόλου, καθόλου, ούτε λίγο, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος, καθόλου, ακόμη και, ακόμα και, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτ, μπλοκάρω, δεν είμαι σίγουρος, το ίδιο, εξ αρχής, λόγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ni

ούτε

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La conferencia no fue informativa, ni muy interesante.
Η διάλεξη δεν ήταν κατατοπιστική ούτε πολύ διασκεδαστική.

ούτε

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
No me gustan los tomates, ni a él tampoco.

ούτε

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ni él ni ella entendieron lo que estaba pasando.
Ούτε εκείνος, ούτε εκείνη κατάλαβαν τι συνέβαινε.

Βόρεια Ιρλανδία

nombre propio femenino (abreviatura)

νι

nombre femenino (letra griega) (γράμμα αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ούτε καν

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"¿Saldrías con Mitch si te invitara?" "¡Ni ahí!".

μέτριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El rendimiento del estudiante en el examen fue mediocre.

κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Desde el sermón del profesor, no ha habido ninguna ausencia sin justificar.

κακοσχεδιασμένος, απερίσκεπτος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγέρωχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο παραμικρός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo la mínima idea de cómo manejar un auto manual.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα όσον αφορά την οδήγηση αυτοκινήτου με ταχύτητες.

αβάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu creencia de que a Daisy no le gustas es inexplicable.

μέτρια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ποτέ, ουδέποτε

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Roberto no abandonó ni un momento la casa esa tarde.

καθόλου

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Que si estoy molesta por haberme perdido el concierto? Ni una pizca.

ούτε κατά διάνοια

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Con dos libras de carne, ni de lejos damos de comer a cincuenta personas.

χωρίς λόγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Me grita sin ton ni son y no entiendo por qué.

για τίποτα στον κόσμο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No se puede reservar una mesa en ese restaurante ni por todo el oro del mundo.

σε καμία περίπτωση

locución adverbial (ES, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περιττό να λεχθεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hace falta decirlo, nunca más volveré a ese lugar.

κοντά σε

(coloquial)

No creo que estemos ni cerca de la capital.

πόσο μάλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No entro en la talla mediana, y mucho menos en la pequeña.
Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό.

oύτε κατά διάνοια

Σιγά

(καθομ, εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Ja! ¡Ni en sueños te va a devolver el dinero!
Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ.

σίγουρα όχι

(ES, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Me prestas tu auto?". "¡Ni harto de vino!"

τσιμουδιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No digan nada de esto a nadie; ¡ni una palabra!

με τίποτα, με την καμία

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ni borracho Juan, no te voy a prestar el coche.

με την καμία, δεν υπάρχει

(tuteo) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Que haga salto de esquí? ¡Ni lo pienses!
Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία!

με τίποτα

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quieres que vaya contigo a la discoteca? ¡Ni hablar! Odio bailar.
Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό!

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beryl podría convertirse en mi nueva jefa: ¡Dios no lo quiera!

πάει και τελείωσε

expresión (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No te casarás con ese chico! ¡Y ni una palabra más!

εμένα μου λες

(coloquial; tuteo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
—¡La gasolina está carísima últimamente! —¡Ni que lo digas!

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ni loco voy a lavar los platos otra vez.

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω ιδέα

expresión (coloq)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
-¿Sabes a qué hora viene Marcelo? -¡Ni idea!

με την καμία

(ES, vulgar) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείεται

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Γιατί όχι;

locución interjectiva (irónico) (σε πρόταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¡Qué calor! ¿Quieres un helado?" pregunté "¡Ni ahí!" respondió.

Δεν παίζει!

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pon un sólo huevo en el bowl, ni más ni menos. Su hija recibió ni más ni menos que su hijo del testamento.

ακριβώς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Agregué un cuarto litro justo, ni más ni menos.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο

(informal) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John no tiene un pelo de tonto y no va a perder su dinero en juegos de cartas.

ούτε ίχνος

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No había ni una pizca (or: ni pizca) de azúcar en ese pastel agrio.

ψυχή

locución pronominal (με άρνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eran las dos de la mañana y no había ni un alma en las calles. Se casaron y no se enteró ni un alma hasta el año siguiente.

ούτε ίχνος

expresión (με άρνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No hay ni rastro de azúcar en este té.

αφανής εταίρος

Papá es solo un socio sin voz ni voto en el negocio, nunca se involucra en la toma de decisiones.

παραμικρή ελπίδα

expresión (με άρνηση)

σκιά

expresión (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luego de su larga enfermedad él ya no es ni sombra de lo que era.
Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού.

ιδιοκτησία χωρίς δυνατότητα απαλλοτρίωσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όχι πιο κοντά από

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He estado tratando de hacer este crucigrama por una hora, y ni siquiera estoy cerca de terminarlo. La administración ni siquiera está cerca de una solución.

ούτε ψυχή, κανείς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ni un alma está a favor de la suba de precios.

ούτε ένας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los doctores intentaron salvar a las víctimas del choque, pero ni una sobrevivió.

δεν έχω ιδέα

locución verbal (desconocer por completo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo ni idea de cómo voy a volver a casa ahora que se averió mi auto.

δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No mencionó su próxima operación quirúrgica por miedo a que su familia se preocupara.

φτάνω στο νεκρό σημείο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A este paso, tendremos suerte si a fin de año salimos hechos.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

δεν βγάζει πουθενά

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Hemos estado trabajando todo el día pero, aun así, no vamos ni para atrás ni para adelante.

δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quédate quieta y no digas ni pío, o ellos descubrirán dónde nos escondemos.
Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε.

παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El acusado tiene derecho a no decir ni una sola palabra ante el tribunal.

συμπληρώνω βιαστικά

Eso fue un chiste, me apresuro a decir.

δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω την παραμικρή αντίδραση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La acusada no movió ni un pelo cuando el fiscal dijo que había intentado cometer un asesinato.

δεν ξέρω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando se le preguntó, Eric se limitó a encogerse de hombros y decir, "No sé".

δεν ξέρω τίποτα

(για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé nada del tema.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al gobierno el atentado le resultó que ni pintado, les dio la excusa para imponer una política que la opinión pública había rechazado hasta entonces.

απολύτως τίποτα

(vulgar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ούτε πιο... ούτε πιο...

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este caballo no es ni más ni menos rápido que el otro.
Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El tratamiento mental no duele ni más ni menos que la vez anterior.

πολύ λιγότερο

expresión (coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El viernes no tuve tiempo de corregir las traducciones, y el sábado ni hablar.

ούτε στο ελάχιστο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

να με πάρει και να με σηκώσει

(AR, vulgar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ni en pedo dejo que te lleves a nuestro hijo!

αποκλείεται

(informal)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
"¿Crees que Phill nos prestará el dinero?" "¡Ni de casualidad!".

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

(irónico, sorpresa) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Compraste esa camisa por $10? ¡Mentira!

αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση

interjección (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quieres que papá te preste el carro? ¡Ni lo sueñes!

διόλου, καθόλου

locución adverbial (ES, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu descripción no es correcta ni por el forro.
Η περιγραφή σου δεν είναι καθόλου ακριβής.

ούτε λίγο

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Trataron de hacer vino casero, pero no era ni un poco tomable.

δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ni una palabra a nadie! Es nuestro secreto.

δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ

(ότι/πως/πώς/ποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quiero ni pensar cómo se debe sentir la familia de la víctima.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menudo se dice que la realeza no sabe nada de la vida real.

ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hay ni más ni menos cantidad, había ocho y sigue habiendo ocho.

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡No queda ni un poco de avena!

ακόμη και, ακόμα και

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No la dejó, ni siquiera después de todo lo que ella había dicho.
Δεν την εγκατέλειψε, ακόμη και ύστερα από όλα όσα είπε.

δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπλοκάρω

(deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La falla del equipo en bloquear al equipo contrario fue muy preocupante.
Η αποτυχία της ομάδας να μπλοκάρει τους αντιπάλους ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική.

δεν είμαι σίγουρος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
—¿Sabes cuándo empieza la película? —No estoy seguro.

το ίδιο

locución conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El general dijo que declarar una zona prohibida para el vuelo era ni más ni menos que un acto de guerra.

εξ αρχής

expresión

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λόγος

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los padres decidieron que era hora de ir a dormir, y los niños no tenían ni voz ni voto en el asunto.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ni στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του ni

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.