Τι σημαίνει το boiled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boiled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boiled στο Αγγλικά.

Η λέξη boiled στο Αγγλικά σημαίνει βραστός, βράζω, βράζω, βάζω κτ να βράσει, βράζω, δοθιήνας, είμαι αγριεμένος, βράζω από θυμό, βράζω από τα νεύρα μου, ψήνομαι, σκάω, βράζω, βραστό αυγό, βραστές πατάτες, ζαχαρωτή καραμέλα, σφιχτός, σκληροτράχηλος, σφιχτό βραστό αβγό, μελάτο αβγό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boiled

βραστός

adjective (food: cooked in boiling water)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The roast beef was served with boiled cabbage.

βράζω

transitive verb (water, food: heat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Boil the mixture for 10 minutes before you add the cream.
Βράσε το μείγμα για 10 λεπτά πριν προσθέσεις την κρέμα.

βράζω

transitive verb (food: cook by boiling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like to boil shrimp with potatoes and corn.
Μου αρέσει να βράζω γαρίδες με πατάτες και καλαμπόκι.

βάζω κτ να βράσει

transitive verb (kettle, pot: heat contents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll boil the kettle and we'll have a nice cup of tea.
Θα βάλω να βράσει ο βραστήρας και μετά θα πιούμε ένα ωραίο φλυντζάνι τσάι.

βράζω

intransitive verb (water, food: bubble)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soup is boiling already.
Η σούπα ήδη βράζει.

δοθιήνας

noun (skin sore) (επίσημο: ιατρική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Reginald has a large boil on the tip of his nose.
Ο Ρέτζιναλντ έχει έναν δοθιήνας δερματικό έλκος στην άκρη της μύτης του.

είμαι αγριεμένος

intransitive verb (figurative (liquid: be agitated as if boiling)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The sea boiled, pitching their little boat from side to side.

βράζω από θυμό, βράζω από τα νεύρα μου

intransitive verb (figurative (be furious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Mary found out that Tom broke her favorite mug, she was boiling.

ψήνομαι, σκάω, βράζω

intransitive verb (figurative, informal (person: feel very hot) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Take your coat off or you'll boil!

βραστό αυγό

noun (egg cooked in water until firm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boiled eggs are highly recommended in a diet.

βραστές πατάτες

plural noun (potatoes cooked in hot water)

Dinner consisted of beef, boiled potatoes, and spinach.

ζαχαρωτή καραμέλα

noun (hard candy)

σφιχτός

adjective (egg: cooked until firm) (αυγό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How do you prefer your eggs - hard boiled or soft?

σκληροτράχηλος

adjective (figurative (person: tough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The main character is a hard-boiled private detective.

σφιχτό βραστό αβγό

noun (egg boiled until the yolk is set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hard-boiled eggs are frequently required for slicing and adding to salad dishes.
Τα σφιχτά βραστά αυγά συνήθως χρησιμοποιούνται για κοπή και προσθήκη σε σαλάτες.

μελάτο αβγό

noun (boiled egg with runny yolk)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boiled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του boiled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.