Τι σημαίνει το book στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης book στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του book στο Αγγλικά.

Η λέξη book στο Αγγλικά σημαίνει βιβλίο, τηλεφωνικός κατάλογος, βιβλία, κλείνω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, λογιστικός, τόμος, βιβλίο, λιμπρέτο, στοίχημα, μπουκ, book, ηλεκτρονικό βιβλίο, σετ, στα βιβλία, προσλαμβάνω, κάνω τσεκ ιν, κλείνω ραντεβού, εγκαθίσταμαι, φεύγω, μεταφέρω πελάτη σε άλλο ξενοδοχείο, κάνω κράτηση, κλείνω, λογιστικό βιβλίο, λογιστικό βιβλίο, ατζέντα, λυσάρι, ατζέντα, απουσιολόγιο, παρουσιολόγιο, ημερολόγιο, τιμοκατάλογος, βιβλίο με σκληρά φύλλα, τσάντα, κάψιμο βιβλίων, λέσχη βιβλίου, συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων, εξώφυλλο βιβλίου, εξώφυλλο, κάλυμμα, βιβλιοστάτης, παζάρι βιβλίου, κάλυμμα βιβλίου, θεωρία, λανσάρισμα βιβλίου, βιβλιοφάγος, Κριτές, κριτική βιβλίων, λογιστική αξία, τα λογιστικά, βιβλιόσημο, αναλόγιο, βιβλιοθήκη, σύμφωνα με τους τύπους, παιδικό βιβλίο, βιβλιάριο επιταγών, παιδικό βιβλίο, υμνολόγιο, κρυφός, μυστικός, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, βιβλίο ζωγραφικής, περιοδικό κόμικς, εικονογράφος κόμικς, εικονογράφος κόμιξ, βιβλίο μαγειρικής, βιβλίο μαγειρικής, μαθητικό βιβλίο, ημερολόγιο, καταβροχθίζω βιβλίο, ντοσιέ με ζελατίνες, τα φαινόμενα απατούν, κάνω διπλοκράτηση, e-book, e-book reader, ebook reader, e-reader, τετράδιο μαθητή, βιβλίο ασκήσεων, Βίβλος, βιβλίο επισκεπτών, βιβλίο επισκεπτών, ταξιδιωτικός οδηγός, σκληρόδετο βιβλίο, βιβλίο iστορίας, ιερό βιβλίο, βιβλίο τρόμου, εγχειρίδιο, υμνολόγιο, εικονογραφημένο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, βιβλίο μαθηματικών, ανοιχτό βιβλίο, πρακτική των ανοικτών λογιστικών βιβλίων, αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου, βιβλίο παραγγελιών, δικογραφία, βιβλίο σχεδίων, τηλεφωνικός κατάλογος, τηλεφωνικός κατάλογος, βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα, εικονογραφημένο βιβλίο, βιβλίο τσέπης, σημειωματάριο, τσάντα, τσέπη, τρισδιάστατο βιβλίο, προσευχητάρι, δελτίο αγοράς τροφίμων, βιβλίο αποδείξεων, ημερολόγιο, βιβλίο, βιβλίο αυτοβοήθειας, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, εκδήλωση υπογραφής βιβλίων, ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια, τηλεφωνικός κατάλογος, βιβλίο, τυπικός, κλασικός, ταξιδιωτικός οδηγός, βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης book

βιβλίο

noun (bound printed work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm reading a very good book. She has many books in her shelves.
Διαβάζω ένα πολύ καλό βιβλίο.

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (dated, informal (telephone directory)

I needed the number of a plumber, so I looked in the book.

βιβλία

plural noun (accounts) (λογιστική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The accountant is checking the books.
Ο λογιστής ελέγχει τα βιβλία.

κλείνω, κρατάω, κρατώ

transitive verb (reserve: seat, place, flight) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to book seats on the early flight.
Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση.

πιάνω

transitive verb (informal (police: arrest, charge) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police booked the suspects for murder.
Η αστυνομία έπιασε (or: συνέλαβε) τους ύποπτους με κατηγορία φόνου.

λογιστικός

adjective (finance: pro forma) (οικονομικά: αξία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The merchandise should sell at book value.

τόμος

noun (part of a written work) (σε σειρά βιβλίων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The last book of the novel is very exciting.

βιβλίο

noun (part of the Bible)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Bible begins with the Book of Genesis.

λιμπρέτο

noun (music: libretto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The producer liked the book for the musical, and decided to stage it.

στοίχημα

noun (betting: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's open a book on whether John and Jane will actually get married next week.

μπουκ, book

noun (set of samples) (δείγμα δουλειάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Geoff was looking through a book of wallpaper samples.

ηλεκτρονικό βιβλίο

noun (electronic text)

The software allows you to download a book.

σετ

noun (pack or set of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I purchased a book of stamps at the post office.

στα βιβλία

noun as adjective (of or about books)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sidney is a book expert.

προσλαμβάνω

transitive verb (hire, engage) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parents are going to book a clown for the party.

κάνω τσεκ ιν

phrasal verb, intransitive (check in: at hotel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω ραντεβού

phrasal verb, transitive, separable (make appointment) (σε κάποιον, για κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've booked you in at midday for a cut and blow dry.

εγκαθίσταμαι

phrasal verb, transitive, separable (check into: hotel, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

phrasal verb, intransitive (slang (leave quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταφέρω πελάτη σε άλλο ξενοδοχείο

phrasal verb, transitive, separable (hotel: transfer a guest to another hotel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κράτηση, κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (reserve fully) (πλήρως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was no room at the hotel; they were completely booked up for the summer.

λογιστικό βιβλίο

noun (UK (finance ledger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογιστικό βιβλίο

noun (US (accounting ledger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bookkeeper kept two sets of account books: one for the tax man, and another for his investors.

ατζέντα

noun (book of contact details)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My address book used to be an actual book, but now it's a file on my computer.

λυσάρι

noun (solutions to exercises)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I purchased the math textbook, but did not buy the answer book.

ατζέντα

noun (schedule)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απουσιολόγιο, παρουσιολόγιο

noun (register of those present)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Students need to sign the attendance book at the beginning of class.

ημερολόγιο

noun (figurative (guide, almanac)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τιμοκατάλογος

noun (US (price list: esp. cars)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Never buy a used car until you have checked its blue book value.

βιβλίο με σκληρά φύλλα

noun (with hard pages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσάντα

noun (satchel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My homework was in my book bag, but now I can't find it.

κάψιμο βιβλίων

noun (ideological: destroying books)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The book burnings were motivated by the Church's objection to scientific thinking.

λέσχη βιβλίου

noun (reading group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My book club meets the first Monday of every month to discuss a new book.

συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων

noun (subscription service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The book club sends a book of its choosing to its subscribers.

εξώφυλλο βιβλίου

noun (outer binding)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There are few bookbinders who can repair the gilt lettering on leather book covers.

εξώφυλλο

noun (design on front, back) (το σχέδιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυμμα

noun (protective jacket) (εξωτερικό βιβλίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλιοστάτης

noun (support that keeps books in place)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob gave me a matching pair of wooden book ends as a present.

παζάρι βιβλίου

noun (fair for selling books)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a large book fair in the main square of La Habana.

κάλυμμα βιβλίου

noun (removable paper covering of a book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The library covers book jackets with plastic so they will look nice longer.

θεωρία

noun (theory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λανσάρισμα βιβλίου

noun (publication event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιβλιοφάγος

noun (bibliophile: [sb] who enjoys reading) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Κριτές

noun (7th book of the Bible) (βιβλίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κριτική βιβλίων

noun (critique of a book)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Alexandra writes the book reviews for a national newspaper.

λογιστική αξία

noun (business: net worth)

Buying that car at far less than book value was a great bargain.

τα λογιστικά

noun (maintaining financial records)

Kevin is in charge of the company's bookkeeping.

βιβλιόσημο

noun (name label affixed inside a book) (σήμα σε βιβλίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναλόγιο

noun (support for an open book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλιοθήκη

noun (shelf for holding books)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύμφωνα με τους τύπους

adverb (figurative (according to rules)

My boss likes to do things by the book.

παιδικό βιβλίο

noun (novel for children)

βιβλιάριο επιταγών

noun (banking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I need to pay bills, but I can't find my checkbook.

παιδικό βιβλίο

noun (book intended for children)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
During his career, the artist illustrated several children's books.

υμνολόγιο

noun (book containing hymns)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρυφός, μυστικός

noun (figurative ([sb], [sth] hard to know)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whilst he lived, the singer carefully guarded his privacy; his personal life remained a closed book until after his death.

βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση

noun (large illustrated hardback book)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βιβλίο ζωγραφικής

noun (picture outlines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always take colouring books on long journeys to keep the children amused.

περιοδικό κόμικς

noun (magazine, book: comic strip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I loved to read comic books as a kid. Superman comic books were my favorite.

εικονογράφος κόμικς, εικονογράφος κόμιξ

noun (artist: comic strips)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιβλίο μαγειρικής

noun (book of recipes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Betty has a large collection of international cookbooks.

βιβλίο μαγειρικής

noun (UK (cookbook: book of recipes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I never use cookery books: I prefer to improvise.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ βιβλία μαγειρικής. Προτιμώ να αυτοσχεδιάζω.

μαθητικό βιβλίο

noun (textbook used for study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The recommended course book for this semester is available at all good book shops.

ημερολόγιο

noun (diary, daily log book) (προσωπικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I would be completely lost without my day book, my whole life is in there.

καταβροχθίζω βιβλίο

verbal expression (figurative (read eagerly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cynthia often sets aside an hour or two each weekend to devour a book.
Η Σύνθια αφιερώνει μια με δυο ώρες τα σαββατοκύριακα για να καταβροχθίσει κάποιο βιβλίο.

ντοσιέ με ζελατίνες

noun (document folder with clear sleeves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can display 20 separate pages of information in a 10-pocket display book.

τα φαινόμενα απατούν

interjection (proverb (appearances can be deceptive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She definitely looks trustworthy, but don't judge a book by its cover.

κάνω διπλοκράτηση

transitive verb (make two simultaneous reservations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

e-book

noun (electronic book)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

e-book reader, ebook reader, e-reader

noun (electronic device)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
E-book readers are popular among people who commute to work by bus or train.

τετράδιο μαθητή

noun (UK (school notebook)

βιβλίο ασκήσεων

noun (US (book with exercises for students to do)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Βίβλος

noun (Christian Bible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Good Book says, "Do unto others as you would have them do unto you."

βιβλίο επισκεπτών

noun (book signed by visitors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please sign our guestbook before leaving the hotel.
Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο.

βιβλίο επισκεπτών

noun (webpage signed by visitors) (μεταφορικά: ιστοσελίδα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The artist's webpage has a guestbook for visitors to record their names and comments.

ταξιδιωτικός οδηγός

noun (book of tourist information)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Michelin and Lonely Planet are two famous companies that publish guidebooks for travelers. The guidebook recommended taking a boat to Kew Gardens.

σκληρόδετο βιβλίο

noun (book with a stiff cover)

Even though they are expensive, I like to buy hardcover books.

βιβλίο iστορίας

noun (textbook tracing past events)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιερό βιβλίο

noun (text sacred to a religion)

The Bible is considered a holy book by Christians.

βιβλίο τρόμου

noun (scary, gory novel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εγχειρίδιο

noun (instructional book, manual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I wanted to save money and service my own car so I bought a how-to book on car mechanics.

υμνολόγιο

noun (book of religious songs) (θρησκεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The church provides everyone with a hymn book so they can sing along.

εικονογραφημένο βιβλίο

noun (bound publication with images)

The first illustrated books were published in 15th century Italy.

κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ

expression (informal (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιβλίο μαθηματικών

noun (abbreviation (mathematics textbook)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The square roots are explained on page 23 of your math book.

ανοιχτό βιβλίο

(figurative (easily understood) (μεταφορικά)

πρακτική των ανοικτών λογιστικών βιβλίων

noun (full availability of business information) (οικονομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου

verbal expression (acquire rights to adapt for film or TV) (για τηλεόραση, σινεμά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιβλίο παραγγελιών

noun (written log of orders placed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The order book showed that the new deckchair was a popular product.

δικογραφία

noun (law: book containing case documents)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλίο σχεδίων

noun (collection of textile motifs or designs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (telephone directory)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You'll find their number in the phone book. Our new local phone book's over three inches thick.
Θα βρεις τον αριθμό τους στο τηλεφωνικό κατάλογο. Ο νέος τηλεφωνικός κατάλογος της περιοχής είναι πάνω από οχτώ πόντους παχύς.

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (personal list of telephone numbers) (πχ στο κινητό)

Mrs. Johnson looked for her physician's number in her phonebook.

βιβλίο με φράσεις σε ξένη γλώσσα

noun (foreign language guide)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Thelma took a Portuguese phrasebook on her trip to Brazil.

εικονογραφημένο βιβλίο

noun (child's storybook with pictures)

My first picture book was Mother Goose's Tales.

βιβλίο τσέπης

noun (US (book: small paperback)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημειωματάριο

noun (UK (notebook)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσάντα

noun (US (woman's handbag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The woman reached into her pocketbook for a mint.

τσέπη

noun (US, figurative (money, ability to pay) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The BMW is too expensive for my pocketbook.

τρισδιάστατο βιβλίο

noun (book: illustrations open out)

προσευχητάρι

noun (book containing prayers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δελτίο αγοράς τροφίμων

noun (wartime: shopping coupons) (σε περίοδο πολέμου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιβλίο αποδείξεων

noun (book containing receipt slips)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I should have a record of that purchase somewhere in my receipt book.

ημερολόγιο

noun (log)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you written it down in the record book?

βιβλίο

noun (book consulted for information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sales of expensive reference books have fallen now that the internet's so widely available.

βιβλίο αυτοβοήθειας

noun (personal development resource)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

noun (text on which [sb] is examined)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The set book for the English Literature exam is Doris Lessing's 'The Grass is Singing'.

εκδήλωση υπογραφής βιβλίων

noun (event: writer autographs books)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My favorite author is going to have a signing for her new book.

ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια

noun (book of lyrics and music)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (directory of phone numbers)

Do you know where I can find a telephone book? I need to look up a number.

βιβλίο

noun (book for study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My physics textbooks cost over £100.
Τα βιβλία της φυσικής κοστίζουν πάνω από 100 λίρες.

τυπικός, κλασικός

noun as adjective (informal (typical, characteristic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The doctor said I had a textbook case of shingles. Irena is a great tennis player; her serve is always textbook.

ταξιδιωτικός οδηγός

noun (guidebook on a particular place)

βιβλίο της ταξιδιωτική λογοτεχνίας

noun (book about traveling)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του book στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του book

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.