Τι σημαίνει το boring στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης boring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boring στο Αγγλικά.
Η λέξη boring στο Αγγλικά σημαίνει βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, τόρνευση διάνοιξης, τρύπα, δείγμα, κάνω κπ να βαριέται, ανοίγω, σκάβω, βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα, σκέτη βαρεμάρα, διαμέτρημα, αρτεσιανό πηγάδι, κύλινδρος, σωλήνας, κύμα αποτόμου μετώπου, διευρύνω, τρυπάνι, γεωτρύπανο, πολύ βαρετός, πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης boring
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςadjective ([sth]: tedious, dull) (χωρίς ενδιαφέρον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I want to leave this boring class. Θέλω να φύγω από αυτό το βαρετό μάθημα. |
βαρετόςadjective (person: uninteresting) (άτομο: ανιαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Felicia won't go out with Paul because he's boring. Η Φελίσια δε θέλει να βγει με τον Πολ επειδή είναι βαρετός. |
τόρνευση διάνοιξηςnoun (machining: drilling) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Boring is one of the metal finishing jobs for sheet steel. |
τρύπαnoun (hole) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boring in the bedrock was filled with water after the rain. |
δείγμαnoun (earth sample) (από γεώτρηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The geologists took a boring of the Earth's crust. |
κάνω κπ να βαριέταιtransitive verb (make bored) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I try to pay attention, but algebra class bores me. Προσπαθώ να παρακολουθώ, αλλά βαριέμαι το μάθημα της άλγεβρας. |
ανοίγωtransitive verb (pierce: a hole) (τρύπα με τρυπάνι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenter bored a hole in the board. Ο ξυλουργός άνοιξε μια τρύπα στη σανίδα. |
σκάβωtransitive verb (drill: shaft, tunnel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This machine can bore tunnels through layers of rock. |
βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσαnoun (uninteresting person) (καθομιλουμένη) Don't invite that bore Quentin to the party. Μην καλέσεις αυτόν τον βαρετό τύπο, τον Κουέντιν, στο πάρτι. |
σκέτη βαρεμάραnoun (dull event) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This play is such a bore; let's leave at intermission. Αυτό το έργο είναι σκέτη βαρεμάρα. Ας φύγουμε στο διάλειμμα. |
διαμέτρημαnoun (diameter of a gun barrel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This gun has a bore of 6mm. |
αρτεσιανό πηγάδιnoun (AU (artesian well) |
κύλινδρος, σωλήναςnoun (cylinder or tube) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κύμα αποτόμου μετώπουnoun (wave in estuary) (επίσημο, κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διευρύνωtransitive verb (expand diameter of hole) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρυπάνι, γεωτρύπανοnoun (machine for drilling metal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Boring machines tunnel through rock. |
πολύ βαρετόςadjective (potentially offensive, slang (tedious) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετόςadjective (not at all interesting) This movie's really boring. I think I'll read a book instead. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του boring
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.