Τι σημαίνει το jacket στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jacket στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jacket στο Αγγλικά.

Η λέξη jacket στο Αγγλικά σημαίνει μπουφάν, σακάκι, μπουφάν, περίβλημα, κάλυμμα, περικάλυμμα, μόνωση, κάλυκας, φλούδα, σωσίβιο, καλύπτω, bomber jacket, κάλυμμα βιβλίου, τζην μπουφάν, βραδινό σακάκι, φουσκωτό μπουφάν, κάλυμμα βιβλίου, ντύμα βιβλίου, αλεξίσφαιρο γιλέκο, μπουφάν φλις, φλις μπουφάν, ψητή πατάτα με τη φλούδα, δερμάτινο μπουφάν, σωσίβιο, σωσίβιο, φουσκωτό μπουφάν, αδιάβροχο, σακάκι ιππασίας, μπουφάν του σκι, ρόμπα, μπλέιζερ, ανοιξιάτικο σακάκι, σακάκι, μπουφάν, τζάκετ, σφήκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jacket

μπουφάν

noun (coat: light) (όχι πολύ ζεστό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Put on your jacket. It is 15 degrees outside. I keep a rain jacket in the car.
Βάλε το μπουφάν σου. Έχει 15 βαθμούς έξω.

σακάκι

noun (coat: dressy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like your new tweed jacket, with the leather buttons and sleeve patches.
Μου αρέσει το καινούριο σου τουίντ σακάκι με τα δερμάτινα κουμπιά και τα μπαλώματα στα μανίκια.

μπουφάν

noun (coat: sporty)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
This ski jacket will keep you warm even when it is below freezing.
Αυτό το μπουφάν θα σε κρατάει ζεστό ακόμα κι όταν η θερμοκρασία είναι κάτω από μηδέν.

περίβλημα, κάλυμμα, περικάλυμμα

noun (book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She took off the book's jacket because it got ripped.

μόνωση

noun (pipe insulation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you put a jacket around this pipe, it won't freeze so easily.

κάλυκας

noun (of a bullet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hunting shell jackets are usually made of brass alloy.

φλούδα

noun (potato skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you want your baked potato with the jacket on?

σωσίβιο

noun (life jacket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Everyone must have his or her jacket on before we launch.

καλύπτω

transitive verb (enclose in a jacket)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to jacket the plant with wire mesh, so mice don't eat the bark.

bomber jacket

noun (short coat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Errol looks dashing in his new bomber jacket.

κάλυμμα βιβλίου

noun (removable paper covering of a book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The library covers book jackets with plastic so they will look nice longer.

τζην μπουφάν

noun (jacket made from jeans material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Denim jackets are very popular, especially if they look old and worn.

βραδινό σακάκι

noun (man's evening jacket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry was wearing a dinner jacket and tie.

φουσκωτό μπουφάν

noun (jacket filled with feathers) (καθομιλουμένη)

Jack was wearing a down jacket.

κάλυμμα βιβλίου, ντύμα βιβλίου

noun (protective cover on hardback book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The book still has its dust jacket.

αλεξίσφαιρο γιλέκο

noun (military: protective vest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He would have been seriously hurt if his flak jacket hadn't stopped the bullet.

μπουφάν φλις, φλις μπουφάν

noun (short coat of soft woollen fabric)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψητή πατάτα με τη φλούδα

noun (potato: baked in its skin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can have lots of different toppings on your jacket potato, but I recommend cheese and mushrooms.

δερμάτινο μπουφάν

noun (short coat made of animal skin)

σωσίβιο

noun (inflatable safety vest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some of the crewmen weren't wearing life jackets. When the ship hit the rocks we were all ordered to put on our life jackets.
Ορισμένα μέλη του πληρώματος δε φορούσαν σωσίβιο. Όταν το πλοίο προσέκρουσε στο βράχο, μας διέταξαν όλους να φορέσουμε σωσίβια.

σωσίβιο

noun (wearable flotation device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boats are required to have enough life vests for all the passengers. Under boating regulations, you must wear a life jacket when out fishing.
Τα σκάφη πρέπει να έχουν αρκετά σωσίβια για όλους τους επιβαίνοντες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς περί χρήσης σκαφών, είναι υποχρεωτικό να φοράς σωσίβιο όταν ψαρεύεις στα ανοιχτά.

φουσκωτό μπουφάν

noun (US (short quilted coat)

αδιάβροχο

noun (light waterproof coat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep a rain jacket in the car.

σακάκι ιππασίας

noun (coat worn for horse-riding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A riding jacket used to be worn for fox hunting; now the term is used for a style of jacket.

μπουφάν του σκι

noun (short padded coat worn for skiing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρόμπα

noun (dated (gentleman's house coat) (αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Holmes put on his smoking jacket and picked up his violin to play.

μπλέιζερ

noun (US (blazer)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sports jackets are usually made of a different fabric than the pants they're worn with. He wore his sport jacket to school today.

ανοιξιάτικο σακάκι

noun (lightweight coat for mild weather)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σακάκι

noun (men's formal jacket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Normal business attire for bankers includes suit jacket and tie.

μπουφάν, τζάκετ

noun (short thick or padded coat)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σφήκα

noun (wasp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The yellow jacket buzzed angrily around her head, threatening to sting at any moment.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jacket στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του jacket

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.