Τι σημαίνει το bored στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bored στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bored στο Αγγλικά.

Η λέξη bored στο Αγγλικά σημαίνει βαριεστημένος, κάνω κπ να βαριέται, ανοίγω, σκάβω, βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα, σκέτη βαρεμάρα, διαμέτρημα, αρτεσιανό πηγάδι, κύλινδρος, σωλήνας, κύμα αποτόμου μετώπου, διευρύνω, έχω βαρεθεί τη ζωή μου, βαριεστημένος, σκυλοβαριέμαι, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, βαριέμαι, βαριέμαι, πλήττω, βαριέμαι, βαριέμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bored

βαριεστημένος

adjective (uninterested)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The bored children wanted to play outside.
Τα βαριεστημένα παιδιά ήθελαν να παίξουν έξω.

κάνω κπ να βαριέται

transitive verb (make bored)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I try to pay attention, but algebra class bores me.
Προσπαθώ να παρακολουθώ, αλλά βαριέμαι το μάθημα της άλγεβρας.

ανοίγω

transitive verb (pierce: a hole) (τρύπα με τρυπάνι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter bored a hole in the board.
Ο ξυλουργός άνοιξε μια τρύπα στη σανίδα.

σκάβω

transitive verb (drill: shaft, tunnel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This machine can bore tunnels through layers of rock.

βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα

noun (uninteresting person) (καθομιλουμένη)

Don't invite that bore Quentin to the party.
Μην καλέσεις αυτόν τον βαρετό τύπο, τον Κουέντιν, στο πάρτι.

σκέτη βαρεμάρα

noun (dull event)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This play is such a bore; let's leave at intermission.
Αυτό το έργο είναι σκέτη βαρεμάρα. Ας φύγουμε στο διάλειμμα.

διαμέτρημα

noun (diameter of a gun barrel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This gun has a bore of 6mm.

αρτεσιανό πηγάδι

noun (AU (artesian well)

κύλινδρος, σωλήνας

noun (cylinder or tube)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύμα αποτόμου μετώπου

noun (wave in estuary) (επίσημο, κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διευρύνω

transitive verb (expand diameter of hole)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω βαρεθεί τη ζωή μου

verbal expression (figurative, informal (be extremely bored) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαριεστημένος

adjective (informal, figurative (very bored)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucy was bored stiff at the opera.

σκυλοβαριέμαι

adjective (figurative, informal (be weary from lack of stimulation) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sitting in class, he was bored to death with the teacher's lecture. You looked bored to death during that play!
Μου έδωσες την εντύπωση ότι έπληξες αφόρητα με την παράσταση.

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

adjective (figurative, informal (weary of [sth]) (μεταφορικά)

I was bored to tears by the documentary on fishing, and couldn't wait for it to end.

βαριέμαι

verbal expression (find [sth] dull)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm feeling bored with my life.

βαριέμαι, πλήττω

(informal (lose interest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the beginning of school, he's usually fascinated, but he gets bored within a week.
Στο σχολείο είναι αρχικά συνήθως ενθουσιασμένος, αλλά βαριέται (or: πλήττει) μέσα σε μία εβδομάδα.

βαριέμαι

(informal (lose interest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαριέμαι

(informal (lose interest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bored στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bored

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.