Τι σημαίνει το French στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης French στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του French στο Αγγλικά.

Η λέξη French στο Αγγλικά σημαίνει γαλλικά, γαλλικός, γαλλικός, Γαλλικών, οι Γάλλοι, κόβω σε λεπτά κομμάτια, χωρίς κόκκαλα, δίνω γλωσσόφιλο, αγγλονορμανδικά, αντιγαλλικός, φράγκο, Επταετής Πόλεμος, φασολάκι, γαλλική πλεξίδα, μπαγκέτα, Γαλλοκαναδός, γαλλοκαναδός, γαλλοκαναδικός, γαλλική μανσέτα, γαλλική κουζίνα, μπαλκονόπορτα, βινεγκρέτ, σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος, τηγανητή πατάτα, γαλλικό κόρνο, φιλί με γλώσσα, φιλιέμαι με γλώσσα, φιλάω κπ με γλώσσα, μπαγκέτα, γαλλική κρεμμυδόσουπα, ζαχαροπλαστείο, Γαλλική Επανάσταση, αυγοφέτα, γαλλικό σινιόν, μπαλκονόπορτα, γαλλικός καφές, γαλλόφωνος, τηγανητές πατάτες, με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά, Γαλλική Ριβιέρα, παίρνω άδεια από τη σημαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης French

γαλλικά

noun (uncountable (French language) (γλώσσα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She speaks French fluently.
Μιλάει άπταιστα τη γαλλική γλώσσα.

γαλλικός

adjective (of or from France)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That shop has a good choice of French wine. He's French but his wife's from Spain.
Αυτό το μαγαζί έχει μεγάλη ποικιλία γαλλικών κρασιών.

γαλλικός

adjective (relating to the French language)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tania spent the afternoon revising irregular French verbs.
Η Τάνια πέρασε το απόγευμα κάνοντας επανάληψη τα ανώμαλα ρήματα των γαλλικών.

Γαλλικών

adjective (lesson, teacher: of French)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Solange gives my children private French lessons.

οι Γάλλοι

plural noun (people) (λαός)

The French are known for their wine.
Οι Γάλλοι είναι ονομαστοί για τα κρασιά τους.

κόβω σε λεπτά κομμάτια

transitive verb (mainly US (culinary: cut into slivers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is a good idea to French the beans before cooking them.

χωρίς κόκκαλα

transitive verb (mainly US (culinary: separate meat from bone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can usually buy the lamb already Frenched.

δίνω γλωσσόφιλο

transitive verb (US, slang (kiss with tongues)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A teacher found Susie and Jimmy Frenching each other behind the bleachers!

αγγλονορμανδικά

noun (French dialect)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αντιγαλλικός

adjective (hostile to the French)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cyclist denied making anti-French comments about other riders in the race.

φράγκο

noun (historical (pre-euro currency of France) (παλιό γαλλικό νόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's been so long since I last went to France; actually, I still have some francs!

Επταετής Πόλεμος

noun (18th-century war)

England took control of Quebec in the French and Indian War.

φασολάκι

noun (green vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of my favorite meals is a simple plate piled high with freshly steamed French beans.

γαλλική πλεξίδα

noun (interwoven hairstyle)

μπαγκέτα

noun (baguette) (ψωμί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Good french bread has a crispy crust and a soft interior.

Γαλλοκαναδός

noun (Canadian person of French ancestry)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαλλοκαναδός, γαλλοκαναδικός

adjective (of French-Canadian origin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Céline Dion is a French-Canadian singer.

γαλλική μανσέτα

noun (shirtsleeve style: folded at end)

French cuffs require cuff links.

γαλλική κουζίνα

noun (cookery of France)

French cuisine is often associated with fine dining.

μπαλκονόπορτα

noun (often plural (door with floor-length window)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The French doors bring a lot of light into the room.

βινεγκρέτ

noun (UK (vinaigrette)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Could I have a mixed salad with French dressing on the side please?

σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος

noun (US (Marie Rose sauce)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I ordered a shrimp salad with French dressing.

τηγανητή πατάτα

noun (mainly US, often plural (thin fried stick of potato)

I'll take my hamburger with a side of french fries, please.
Θα ήθελα το χάμπουργκερ με τηγανητές πατάτες, παρακαλώ.

γαλλικό κόρνο

noun (brass wind instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The French horn is a difficult instrument to play well.

φιλί με γλώσσα

noun (slang (kiss with tongues)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What kind of kiss was it? A French kiss?
Τι φιλί ήταν; Με γλώσσα;

φιλιέμαι με γλώσσα

intransitive verb (slang (kiss with tongues)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple argued about whether it was appropriate to French kiss at a wedding.
Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο.

φιλάω κπ με γλώσσα

transitive verb (slang (kiss using tongue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαγκέτα

noun (baguette, long stick of bread) (ψωμιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαλλική κρεμμυδόσουπα

noun (soup with caramelized onions)

I like a broiled cheese crust on French onion soup.

ζαχαροπλαστείο

noun (patisserie, sweet baked goods)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love to have French pastry with a hot cup of chocolate.

Γαλλική Επανάσταση

noun (France: 1789 overthrow of monarchy)

The French Revolution was inspried by the success of the American Revolution, so they say.

αυγοφέτα

noun (bread slices cooked in egg)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As a treat for breakfast I'll make you French toast sprinkled with cinnamon.
Για να σε περιποιηθώ, θα σου φτιάξω για πρωινό αυγοφέτες πασπαλισμένες με κανέλα.

γαλλικό σινιόν

noun (US (pinned-up hairstyle) (κόμμωση)

French pleats were very popular in the 1940s.

μπαλκονόπορτα

noun (glazed door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαλλικός καφές

noun (coffee brewed in a cafetière)

The coffee shop serves French-press coffee.

γαλλόφωνος

adjective (can speak French language)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The book has been translated for French-speaking audiences.

τηγανητές πατάτες

plural noun (US (serving of french fries)

That place serves the best steak and fries in town.
Εκείνο το μαγαζί έχει την καλύτερη μπριζόλα με τηγανητές πατάτες της πόλης.

με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά

interjection (informal, figurative (excuse me for swearing) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That guy's a real bastard, if you'll pardon my French.

Γαλλική Ριβιέρα

noun (Côte d'Azur)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My family vacationed on the Riviera this year.

παίρνω άδεια από τη σημαία

verbal expression (figurative (be absent without authorization) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του French στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του French

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.