Τι σημαίνει το hammer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hammer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hammer στο Αγγλικά.

Η λέξη hammer στο Αγγλικά σημαίνει σφυρί, καρφώνω, σφυροκοπώ, σφύρα, σφύρα, σφυροκοπώ, κοπανάω, χτυπάω, σφυροκοπώ, μαθαίνω κτ σε κπ, σφυροκοπώ, κοπανάω, συνεχίζω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, -, κατακυρώνω, καρφώνω, διδάσκω με τη μέθοδο της επανάληψης, πατάω γρήγορα στο τάστο παλλόμενης χορδής, κτυπώ ρυθμό, καταλήγω, αερόσφυρα, σφυρί, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βγαίνω στο σφυρί, σφυροδρέπανο, καρφώνω, κανονίζω, κρουστικό δράπανο, τεχνική κιθάρας, στην οποία πατάς γρήγορα στο τάστο ενόσω παίζει ακόμα χορδή, σφυροβολία, κρούση ύδατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hammer

σφυρί

noun (tool for banging in nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah had to buy a hammer and nails so she could hang her pictures on the walls of her new apartment.
Η Σάρα έπρεπε να αγοράσει ένα σφυρί και καρφιά για να κρεμάσει τους πίνακές της στους τοίχους του νέου της διαμερίσματος.

καρφώνω

transitive verb (hit with a hammer) (καρφί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron hammered the nails into the board.
Ο Ρον κάρφωσε τα καρφιά στον πίνακα.

σφυροκοπώ

transitive verb (hit [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer hammered his opponent into the ground.
Ο μποξέρ σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον έριξε στο έδαφος.

σφύρα

noun (part of a mechanism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Derek pulled the hammer back on his gun.

σφύρα

noun (object thrown in sports event) (άθλημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφυροκοπώ

intransitive verb (use a hammer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The smith hammered at the chunk of steel for hours.

κοπανάω, χτυπάω

intransitive verb (hit, pound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim hammered on the door with his fist.

σφυροκοπώ

transitive verb (use a hammer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The smith hammered the horseshoe into shape.

μαθαίνω κτ σε κπ

(figurative (repeat or instill forcefully)

Jon's mother tried very hard to hammer good manners into him during his childhood.
Η μητέρα του Τζον προσπάθησε σκληρά να του μάθει καλούς τρόπους όταν ήταν παιδί.

σφυροκοπώ, κοπανάω

phrasal verb, transitive, inseparable (bang repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joanne hammered at the door to get John's attention.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (persist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Harry is very hardworking; he just hammers away until the task is done.

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

(informal, figurative (persist) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to finish your novel, you need to just hammer away at it every day.

-

(informal, figurative (try to persuade)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I hammered away at my boss until he finally agreed to give me a raise.
Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση.

κατακυρώνω

phrasal verb, transitive, separable (UK, sell at a auction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρφώνω

phrasal verb, transitive, separable (nail: bang with a hammer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hammered in a nail to hang the picture on.

διδάσκω με τη μέθοδο της επανάληψης

phrasal verb, transitive, separable (figurative (instil by repetition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She meticulously reviewed her flashcards to hammer in the new vocabulary words before her exam.

πατάω γρήγορα στο τάστο παλλόμενης χορδής

phrasal verb, intransitive (guitar-playing technique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κτυπώ ρυθμό

phrasal verb, transitive, separable (beat: a rhythm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The drummer hammered out a rhythm and the band began to play.

καταλήγω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (work hard to negotiate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Though they had differing viewpoints, John and Sally hammered out a compromise.
Αν και είχαν διαφορετικές απόψεις, ο Τζον και η Σάλι κατέληξαν σε συμφωνία.

αερόσφυρα

noun (tool: pneumatic hammer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The construction crew had to use an air hammer to break up the concrete walkway.

σφυρί

noun (hammer that can remove nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (metallurgy: shapes metal)

βγαίνω στο σφυρί

verbal expression (figurative (be offered for sale at auction) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The building, which dates back to the 1870s, is to go under the hammer later this month.

σφυροδρέπανο

noun (communist symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hammer and sickle is a communist symbol. The hammer and sickle are a symbol of communism.

καρφώνω

(nail, etc.: insert using hammer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κανονίζω

(figurative (plan: fix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before we buy the materials, let's hammer down a work schedule.

κρουστικό δράπανο

noun (power tool)

τεχνική κιθάρας, στην οποία πατάς γρήγορα στο τάστο ενόσω παίζει ακόμα χορδή

noun (guitar-playing technique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σφυροβολία

noun (sport: throwing event)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρούση ύδατος

noun (sound of stopping water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hammer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hammer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.