Τι σημαίνει το break down στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης break down στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του break down στο Αγγλικά.

Η λέξη break down στο Αγγλικά σημαίνει χαλάω, χαλώ, καταρρέω, αποτυγχάνω, γκρεμίζω, ρίχνω, διασπώ, αναλύω, βλάβη, διάσπαση, νευρική κρίση, ανάλυση, ανάλυση, διακοπή, ξεσπάω σε κλάμματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης break down

χαλάω, χαλώ

phrasal verb, intransitive (machine: stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car broke down on the way home.
Στο δρόμο για το σπίτι χάλασε το αυτοκίνητο.

καταρρέω

phrasal verb, intransitive (figurative (person: cry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stella broke down when the police told her about her husband's accident.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

αποτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (figurative (collapse, become weak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The union called a strike after talks broke down over retirement benefits.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

γκρεμίζω, ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (door, wall: knock down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police broke down the door when they raided the house.
Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι.

διασπώ

phrasal verb, transitive, separable (substance: disintegrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stomach acid breaks down food during digestion.
Το γαστρικό οξύ διασπά τις τροφές κατά τη διάρκεια της πέψης.

αναλύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (analyze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We can break down the process into a number of separate stages.
Μπορούμε να χωρίσουμε τη διαδικασία σε αρκετά ξεχωριστά στάδια.

βλάβη

noun (car, machine: failure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary had a breakdown on the way to work, which caused her to be late.
Το αυτοκίνητο της Μέρι έπαθε βλάβη όταν ήταν στον δρόμο για τη δουλειά και γι' αυτό καθυστέρησε να έρθει.

διάσπαση

noun (chemical decomposition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In just a few days, the breakdown of the cell structure was apparent.
Μέσα σε λίγες μόλις μέρες, η διάσπαση της δομής του κυττάρου ήταν εμφανής.

νευρική κρίση

noun (mental collapse)

Apparently, Dr. Harris had a breakdown, so Dr. Watts is taking over his scheduled surgeries.
Απ' ότι φαίνεται, ο Δρ. Χάρις έπαθε νευρική κρίση κι έτσι ο Δρ. Γουατς θα αναλάβει τις προγραμματισμένες εγχειρήσεις του.

ανάλυση

noun (analysis into parts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A breakdown of the study, its findings, and its implications can be found on page 10.
Στη σελίδα 10 μπορείτε να διαβάσετε μια ανάλυση της μελέτης, τα ευρήματά της και τις επιπτώσεις της.

ανάλυση

noun (finance: itemization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breakdown of the department's spending budget is shown in this graph.
Η ανάλυση του προϋπολογισμού δαπανών του τμήματος παρουσιάζεται σε αυτό το γράφημα.

διακοπή

noun (disrupted communication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's been a breakdown in negotiations between the two countries.
Υπήρξε διακοπή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

ξεσπάω σε κλάμματα

verbal expression (burst into tears)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen broke down and cried when she heard the sad news.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του break down στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του break down

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.