Τι σημαίνει το fail στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fail στο Αγγλικά.
Η λέξη fail στο Αγγλικά σημαίνει αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, αμελώ, παραλείπω, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, απογοητεύω, αποτυχία, κάτω από τη βάση, χάνω, σταματάω, σταματώ, πτωχεύω, χρεωκοπώ, ξεμένω από κτ, απορρίπτω, απορρίπτω, καταδικασμένος να αποτύχει, παταγώδης αποτυχία, μεγάλη αποτυχία, δεν υπακούω, δεν συμμορφώνομαι, ασφαλής, βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση, κάθε φορά, σίγουρα, οπωσδήποτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fail
αποτυγχάνωintransitive verb (not succeed) (δεν επιτυγχάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The plan failed because they ran out of money. Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα. |
αποτυγχάνω(not succeed in doing [sth]) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They failed to deliver the package in time. Απέτυχαν να παραδώσουν το δέμα έγκαιρα. |
αμελώ, παραλείπωintransitive verb (omit, neglect) (κάτι, να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The directions failed to mention that the road was closed. Αμέλησαν (or: παρέλειψαν) να αναφέρουν στις οδηγίες ότι ο δρόμος ήταν κλειστός. |
αποτυγχάνωintransitive verb (not pass an exam) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The teacher told Marge that she would fail if she didn't study harder. |
αποτυγχάνωtransitive verb (not pass) (επίσημο: εξετάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bobby failed the exam. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν δεν περάσω ένα μάθημα, θα πρέπει να επαναλάβω τη χρονιά; |
απογοητεύωtransitive verb (disappoint) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The employee failed his manager by not finishing the report on time. Ο υπάλληλος απογοήτευσε τον διευθυντή του επειδή δεν τέλειωσε την αναφορά στη σωστή ώρα. |
αποτυχίαnoun (informal (failure, mistake) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soup I made was definitely a fail because it just didn't taste right. Η σούπα που έφτιαξα ήταν σίγουρα μια αποτυχία, επειδή απλά δεν είχε τη σωστή γεύση. |
κάτω από τη βάσηnoun (rejection in a test) (βαθμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He did very badly in his biology test, and was given a fail. Τα πήγε πολύ άσχημα στο τεστ βιολογίας και πήρε κάτω από τη βάση. |
χάνωintransitive verb (lose strength) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His strength was failing after running for ten kilometres. Έχανε τη δύναμή του μετά το τρέξιμο δέκα χιλιομέτρων. |
σταματάω, σταματώintransitive verb (stop functioning) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The machine failed around four pm. Η μηχανή σταμάτησε γύρω στις τέσσερις μετά μεσημβρίας. |
πτωχεύω, χρεωκοπώintransitive verb (go bankrupt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The typewriter company failed when people started using computers. Η εταιρεία γραφομηχανών φαλίρισε, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν υπολογιστές. |
ξεμένω από κτintransitive verb (run out, be exhausted) (εγώ) The expedition's supplies were failing and they turned back. |
απορρίπτωtransitive verb (reject) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The quality inspector failed the parts that were defective. Ο επιθεωρητής ποιότητας απέρριψε τα τμήματα που ήταν ελαττωματικά. |
απορρίπτωtransitive verb (give student poor mark) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The examiner failed me because I didn't check my mirror before pulling out. |
καταδικασμένος να αποτύχειadjective (destined not to succeed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plan was so unrealistic, it was doomed to failure. |
παταγώδης αποτυχία, μεγάλη αποτυχίαnoun (slang (failure, bad mistake) |
δεν υπακούω, δεν συμμορφώνομαιtransitive verb (not obey, not conform to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you fail to comply with local building codes, you could be fined. |
ασφαλήςadjective (equipped with a backup system) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάσηnoun (exam grade just below a pass) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That was such a narrow fail, you only needed two more points to pass. |
κάθε φοράadverb (invariably) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Our mail's delivered at 11:30 each morning without fail. When we go out to eat, without fail Robert orders a steak. |
σίγουρα, οπωσδήποτεadverb (for certain) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Promise me you'll be home by midnight without fail. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fail
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.