Τι σημαίνει το branch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης branch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του branch στο Αγγλικά.

Η λέξη branch στο Αγγλικά σημαίνει κλαδί, τμήμα, διακλάδωση, κλάδος, κλάδος, κλάδος, διακλαδώνομαι, βγάζω κλαδιά, διακλαδώνω, χωρίζω, αποκλίνω, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω, εκφεύγω, ξεφεύγω, επεκτείνομαι, επεκτείνομαι, τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματα, επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή, διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος, υποκατάστημα, εκτελεστική εξουσία, τείνω κλάδο ελαίας, κλαδί ελιάς, παράρτημα εξωτερικού, υποκατάστημα εξωτερικού, υποκατάστημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης branch

κλαδί

noun (tree part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Perched on a low branch in the apple tree was a cardinal.
Ένας καρδινάλιος είχε κουρνιάσει σε ένα χαμηλό κλαδί της μηλιάς.

τμήμα

noun (figurative (organization part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The administrative branch can answer questions about paperwork deadlines.
Το διοικητικό τμήμα μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τις προθεσμίες υποβολής των εγγράφων.

διακλάδωση

noun (of a river, road, railway)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Millers live close to the branch, but they've never had a problem with flooding.

κλάδος

noun (figurative (family, field of study: division)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Which branch of psychology does Marshall study?

κλάδος

noun (computer code)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When it reaches this branch in the code, the program can take one of two routes.

κλάδος

noun (part of deer antler)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The buck had several branches on his antlers.

διακλαδώνομαι

intransitive verb (river, family: divide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river branches a few miles south of the city.

βγάζω κλαδιά

intransitive verb (plants: have or produce branches)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The trees were spindly at first, but they're branching well now.

διακλαδώνω, χωρίζω

transitive verb (divide [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The park rangers branched the hiking trail at the bottom of the hill.

αποκλίνω, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω, εκφεύγω, ξεφεύγω

phrasal verb, intransitive (diverge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The path branches off to the right.

επεκτείνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (business: expand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company is branching out to South East Asia.
Η εταιρεία επεκτείνεται στη νοτιοανατολική Ασία.

επεκτείνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (develop diverse interests)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The business has recently branched out into providing other services.
Η επιχείρησή πρόσφατα επεκτάθηκε και στην παροχή άλλων υπηρεσιών.

τραπεζικές συναλλαγές σε πολλά υποκαταστήματα

noun (multi-office banking)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επαρχιακή σιδηροδρομική γραμμή

(rail line)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος

noun (boss of company division)

Sarah is the branch manager of a bank.

υποκατάστημα

noun (local office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company has branch offices in 12 countries.

εκτελεστική εξουσία

noun (part of government)

The executive branch of the government can negotiate treaties with other countries.

τείνω κλάδο ελαίας

verbal expression (figurative (offer reconciliation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαδί ελιάς

noun (token of peace)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παράρτημα εξωτερικού, υποκατάστημα εξωτερικού

noun (office of a company based abroad)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποκατάστημα

noun (subordinate company branch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του branch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του branch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.