Τι σημαίνει το camp στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης camp στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του camp στο Αγγλικά.

Η λέξη camp στο Αγγλικά σημαίνει στρατόπεδο, κάμπινγκ, κατασκήνωση, στρατόπεδο συγκέντρωσης, στρατόπεδο, κατασκηνώνω, θηλυπρεπής, επιτηδευμένος, κατασκηνώνω, κατασκηνώνω, κατασκηνώνω, καταυλισμός στους πρόποδες βουνού, κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, αναμορφωτήριο, εντατικό πρόγραμμα άσκησης, πτυσσόμενη καρέκλα, ομαδάρχης, ομαδάρχισσα, πυρά, φωτιά, προσωπικό κατασκήνωσης, χώρος κατασκήνωσης, γκαζάκι, χώρος κατασκήνωσης, στρατόπεδο συγκέντρωσης, ράντζο, κατασκήνωση, αναμορφωτήριο, καταυλισμός εκτοπισθέντων, στρατόπεδο συγκέντρωσης, Perisoreus canadensis, θέρετρο, φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, αυτοσχέδιος καταυλισμός, στρατόπεδο, στρατόπεδο συγκέντρωσης, αγροτική φυλακή, στρατόπεδο προσφύγων, κατασκήνωση προσκόπων, κατασκήνωση, στην οποία τα παιδιά διανυκτερεύουν εκτός σπιτιού, κατασκήνωση, οικισμός με τροχόσπιτα, προπονητικό καμπ, κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση, στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης camp

στρατόπεδο

noun (military)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Soldiers built their camp near the front line.
Οι στρατιώτες έστησαν τη βάση τους κοντά στην πρώτη γραμμή.

κάμπινγκ

noun (outdoor lodging: recreation)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The family set up a tent at the camp.
Η οικογένεια έστησε τη σκηνή της στο κάμπινγκ.

κατασκήνωση

noun (outdoor summer program)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My daughter's camp offers swimming and singing by the fire.
Στην κατασκήνωση της κόρης μου προσφέρουν κολύμβηση και τραγούδια γύρω από τη φωτιά.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

noun (prison)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Political prisoners were sent to camps.

στρατόπεδο

noun (in-group) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That politician is part of the leftist camp.
Εκείνος ο πολιτικός ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο.

κατασκηνώνω

intransitive verb (lodge outdoors: recreation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We camped in a tent under the stars.
Στήσαμε τη σκηνή κάτω από τα αστέρια.

θηλυπρεπής

adjective (man: effeminate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenkins plays the role of a camp young man in the film.

επιτηδευμένος

adjective (performance: affected, theatrical)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The camp performances of the actors greatly amused the audience.

κατασκηνώνω

intransitive verb (live as if camping) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The houseguests camped in the living room.

κατασκηνώνω

phrasal verb, intransitive (stay in tent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We camped out in the forest.

κατασκηνώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (live temporarily) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I camped out in the living room so I could watch TV.

καταυλισμός στους πρόποδες βουνού

noun (mountaineers' shelter)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My daughter is no mountain climber, but she's trekking as far as the Everest base camp.

κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων

noun (military training)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Charles graduated with honors from boot camp at Great Lakes Naval Base.
Ο Τσαρλς αποφοίτησε από το κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στη Ναυτική Βάση Γκρέιτ Λέικς λαμβάνοντας έπαινο.

αναμορφωτήριο

noun (reform facility)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boot camps are designed to deter young criminals from reoffending.
Τα αναμορφωτήρια έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν τους νεαρούς εγκληματίας από το να συνεχίσουν να διαπράττουν αδικήματα.

εντατικό πρόγραμμα άσκησης

noun (exercise classes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne joined the boot camp to lose weight.
Η Αν γράφτηκε σε ένα εντατικό πρόγραμμα άσκησης για να χάσει βάρος.

πτυσσόμενη καρέκλα

noun (portable folding chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομαδάρχης, ομαδάρχισσα

noun (US (activities supervisor) (κατασκήνωση)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The camp counselors showed the campers how to paddle a canoe.

πυρά, φωτιά

noun (fire made of twigs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That evening we all sat around a camp fire drinking beer and telling ghost stories.

προσωπικό κατασκήνωσης

noun (US (employees of a summer camp)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The camp staff was mostly made up of high school and college students.

χώρος κατασκήνωσης

noun (site of or for a camp)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Please put up tents only in designated campgrounds.

γκαζάκι

noun (portable gas cooker)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most camping stoves use propane now. I never take my camp stove on long trips; it's heavy.

χώρος κατασκήνωσης

noun (place for camping)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We're going back to the same campsite we stayed at last year.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

noun (camp for political prisoners)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dachau was one of the most notorious concentration camps of World War 2.

ράντζο

noun (US (portable bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The visitor slept on a cot in the back porch.
Ο επισκέπτης κοιμήθηκε σε ένα ράντζο στην πίσω βεράντα.

κατασκήνωση

noun (organized activity session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναμορφωτήριο

noun (institution for young offenders)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The judge sentenced Rick to eighteen months at a juvenile detention camp.

καταυλισμός εκτοπισθέντων

noun (centre or shelter for refugees)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Displaced persons camps sprung up all over the country to help victims of the hurricane.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

noun (concentration camp, work camp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Siberian gulags were forced-labor camps for political dissidents.

Perisoreus canadensis

noun (North American crested bird) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θέρετρο

noun (UK (vacation accommodation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυλακή

noun (prison facility, detention centre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The internment camp at Guantanamo Bay was used to detain terrorist suspects.

στρατόπεδο εργασίας

noun (US (enforced work camp)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The government sent Maisky to a labour camp in Siberia.

αυτοσχέδιος καταυλισμός

noun (temporary settlement or shanty)

When the plane crashed on the island, they made a makeshift camp for the first few nights.

στρατόπεδο

noun (army encampment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The refugees were never so happy as when they first saw the military camp for the liberation forces.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

noun (confinement for prisoners of war)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγροτική φυλακή

noun (place for less dangerous prisoners)

στρατόπεδο προσφύγων

noun (refugee lodging)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
People went to the refugee camp to escape the war.

κατασκήνωση προσκόπων

noun (organized outdoor activity for boys)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We played capture-the-flag at scout camp.

κατασκήνωση, στην οποία τα παιδιά διανυκτερεύουν εκτός σπιτιού

noun (overnight camp for kids)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατασκήνωση

noun (activity centre for children in summertime) (για παιδιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His parents sent him to summer camp every year.

οικισμός με τροχόσπιτα

noun (mobile home site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Due to the light weight of trailers, tornadoes often cause the most damage in trailer parks.

προπονητικό καμπ

noun (for sports)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Training camp began today for the team.

κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση

noun (holiday resort in a remote place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας

noun (enforced labour camp)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Under Stalin's regime, political prisoners were sent to work camps.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι εθελοντές που συμμετέχουν στις κατασκηνώσεις εργασίας βοηθούν τα μέλη μιας αγροτικής κοινότητας σε διάφορες τοπικές εργασίες.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του camp στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του camp

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.