Τι σημαίνει το holiday στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης holiday στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του holiday στο Αγγλικά.

Η λέξη holiday στο Αγγλικά σημαίνει διακοπές, διακοπές, οι γιορτές, αργία, γιορτή, προσωρινή απαλλαγή, κάνω διακοπές, διακοπές, διακοπές με δραστηριότητες, αργία, διακοπές που τις περνάς ασχολούμενος με δουλειά, διακοπές σε κάμπινγκ, χριστουγεννιάτικες διακοπές, πάω διακοπές, θέρετρο, κλειστό λόγω διακοπών, συγκρότημα, προορισμός διακοπών, δουλειά των διακοπών, φωτογραφίες από τις διακοπές, ταξιδιωτικός πράκτορας, θέρετρο, περίοδος διακοπών, παραθεριστής, τουρίστας, εθνική αργία, επίσημη αργία, εθνική αργία, σε διακοπές, πακέτο διακοπών, άδεια μετ' αποδοχών, αργία, θρησκευτική γιορτή, θρησκευτική αργία, σχολικές διακοπές, διακοπές για σκι, καλοκαιρινές διακοπές, καλοκαιρινές διακοπές, πάω διακοπές, πάω διακοπές, πακέτο διακοπών, επίδομα άδειας, τουριστικός προορισμός, διακοπές οινογευσίας, χειμερινές διακοπές, διακοπές σε συνδυασμό με εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης holiday

διακοπές

noun (UK (vacation)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I am going on holiday next week.
Πάω διακοπές την άλλη εβδομάδα.

διακοπές

plural noun (UK (vacation)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This time tomorrow I'll be on my holidays!
Τέτοια ώρα αύριο θα είμαι σε διακοπές!

οι γιορτές

plural noun (US (festivities, time off) (συνήθως τον Δεκέμβριο)

Are you going home for the holidays this year?
Θα πας σπίτι σου για τις γιορτές φέτος;

αργία

noun (official days off work) (επίσημη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nobody will be in the office over the Presidents' Day holiday.
Κανείς δε θα είναι στο γραφείο κατά την αργία της Ημέρας του Προέδρου.

γιορτή

noun (religious celebration) (θρησκευτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Good Friday is a religious holiday, but we still have to go to work.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι θρησκευτική εορτή, αλλά παρ' όλα αυτά πρέπει να πάμε στη δουλειά.

προσωρινή απαλλαγή

noun (period of exceptional freedom)

The city declared a holiday from sales tax.
Ο δήμος ανακοίνωσε μια προσωρινή απαλλαγή από τον φόρο κατανάλωσης.

κάνω διακοπές

intransitive verb (UK (go on vacation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to holiday in Spain this year.
Φέτος θα κάνουμε διακοπές στην Ισπανία.

διακοπές

plural noun (UK, informal, abbreviation (holidays: vacation)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
What are you doing for the hols this year?

διακοπές με δραστηριότητες

noun (vacation with planned activities)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αργία

noun (UK (national non-work day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I always work bank holidays – I get paid double-time!
Δουλεύω πάντα τις αργίες και πληρώνομαι διπλά!

διακοπές που τις περνάς ασχολούμενος με δουλειά

noun (UK, figurative, informal (vacation: like at work)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διακοπές σε κάμπινγκ

noun (UK (vacation: sleeping in a tent) (οργανωμένος χώρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Camping holidays are more enjoyable in good weather.

χριστουγεννιάτικες διακοπές

noun (UK (vacation period: December)

I have lots of homework to do this Christmas holiday.

πάω διακοπές

verbal expression (take a break away from home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέρετρο

noun (UK (vacation accommodation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλειστό λόγω διακοπών

noun (UK (business closure during vacation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Summer holiday closing: we will be closed for business from 18 to 31 August inclusive.

συγκρότημα

noun (UK (vacation apartment block)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προορισμός διακοπών

noun (UK (popular place for vacations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλειά των διακοπών

noun (temporary job during vacation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φωτογραφίες από τις διακοπές

plural noun (UK (snapshots from a vacation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He took some wonderful holiday photos with his new camera.

ταξιδιωτικός πράκτορας

noun (UK ([sb] who assists holidaymakers)

θέρετρο

noun (self-contained vacation spot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περίοδος διακοπών

noun (period: November to January)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most people feel more generous during the holiday season.

παραθεριστής, τουρίστας

noun (UK (tourist, person on vacation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The beach was crowded with holidaymakers.

εθνική αργία, επίσημη αργία

noun (national non-working day)

εθνική αργία

noun (country-wide day off work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Christmas Day is a national holiday in many countries.

σε διακοπές

adverb (taking time away from work)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My boss is on vacation for the next two weeks. She disappeared while on vacation in Aruba.
Το αφεντικό μου θα είναι σε διακοπές για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Εξαφανίστηκε όταν ήταν σε διακοπές στην Αρούμπα.

πακέτο διακοπών

noun (UK (all-inclusive or tourist vacation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A package holiday can offer good value for money.

άδεια μετ' αποδοχών

noun (uncountable (time off work with full pay)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Since I have two weeks of paid vacation, I can take that time off while still receiving an income. This year I'm entitled to three weeks' paid holiday.

αργία

noun (national day off work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
July 4th is a public holiday in the United States. 5th October is a public holiday in some, but not all, states of Australia.
Η 4η Ιουλίου είναι αργία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

θρησκευτική γιορτή, θρησκευτική αργία

noun (feast day, holy day)

Christmas is a religious holiday that has become secularized.

σχολικές διακοπές

noun (spring break, etc.)

Most kids love school vacation because they get to stay up late and watch TV.

διακοπές για σκι

noun (vacation with skiing)

καλοκαιρινές διακοπές

noun (long holiday period over the summer)

καλοκαιρινές διακοπές

noun (tourist trip taken in the summer)

πάω διακοπές

verbal expression (UK (go away on vacation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After five long months of work I was ready to take a holiday.

πάω διακοπές

verbal expression (take time away from work) (φεύγω από το σπίτι μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πακέτο διακοπών

noun (inclusive holiday deal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίδομα άδειας

noun (salary paid during holidays)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τουριστικός προορισμός

noun (place popular with holidaymakers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διακοπές οινογευσίας

noun (holiday involving wine-tasting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειμερινές διακοπές

noun (holiday taken in winter)

διακοπές σε συνδυασμό με εργασία

noun (work while on vacation)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του holiday στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του holiday

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.