Τι σημαίνει το campaign στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης campaign στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campaign στο Αγγλικά.

Η λέξη campaign στο Αγγλικά σημαίνει διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία, κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, καμπάνια, εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια, διαφημιστική καμπάνια, συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό, προεκλογικές υποσχέσεις, κάνω μια καμπάνια, προεκλογική εκστρατεία, διαφημιστική εκστρατεία, στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολιτική εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων, εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης campaign

διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία

intransitive verb (politics: promote) (πολιτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician campaigned hard for the Senate seat.
Ο πολιτικός διεξήγαγε σκληρή καμπάνια για τη θέση του γερουσιαστή.

κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ

(promote a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Women were campaigning for the right to vote.
Γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμα ψήφου τους.

κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά

(protest against [sth]) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Abolitionists were campaigning against the slave trade.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων.

καμπάνια

noun (political action) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If the campaign goes well, we will win.
Αν η καμπάνια πάει καλά θα νικήσουμε.

εκστρατεία

noun (military effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We won the war because of the brilliantly planned campaign of battle.
Κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη στην εξαιρετικά σχεδιασμένη εκστρατεία μάχης.

εκστρατεία

noun (political effort) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The campaign to outlaw land mines was successful.
Η εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκών ήταν επιτυχημένη.

καμπάνια

noun (marketing: promotion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our company will launch a new sales campaign in the spring.
Η εταιρεία μας θα ξεκινήσει μια νέα διαφημιστική εκστρατεία την άνοιξη.

διαφημιστική καμπάνια

noun (marketing: promotion)

The company is planning an advertising campaign for the new product.

συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό

noun (collection of money for a cause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προεκλογικές υποσχέσεις

plural noun (promises made to get elected)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Many politicians make campaign promises that they break once in office.

κάνω μια καμπάνια

verbal expression (promote [sth], [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προεκλογική εκστρατεία

noun (for a political candidate)

The election campaign run by the school board candidate was negative and sleazy.

διαφημιστική εκστρατεία

noun (organized publicity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Obama's media campaign was a great success.

στρατιωτικές επιχειρήσεις

noun (planned operations by the army)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
That battle was considered the turning point of the entire military campaign.

πολιτική εκστρατεία

noun (candidate: publicity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The candidate's political campaign began two whole years before the election.

εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων

noun (product promotion and publicity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης

noun (propaganda against [sb])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
His political opponents are waging a smear campaign against him. The smear campaign accused the candidate of accepting money from criminals.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campaign στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του campaign

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.