Τι σημαίνει το war στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης war στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του war στο Αγγλικά.

Η λέξη war στο Αγγλικά σημαίνει πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, διαμάχη, πολεμάω, πολεμώ, βρίσκομαι σε διαμάχη, πόλεμος, πράξη κήρυξης πολέμου, ολοκληρωτικός πόλεμος, αντιπολεμικός, τέχνη του πολέμου, σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμου, σε πόλεμο με κπ, έχω έντονη διαμάχη, σε πόλεμο με κπ, σε πόλεμο με κπ, συγκρούομαι με κτ, εμφύλιος πόλεμος, Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος, ψυχρός πόλεμος, συμβατικός πόλεμος, πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών, κήρυξη πολέμου, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ, βρώμικος πόλεμος, πόλεμος εκτός συνόρων, Επταετής Πόλεμος, φρεγάτα, πόλεμος συμμοριών, ξεκινάω πόλεμο, πάω στον πόλεμο, θεός του πολέμου, γεράκι, σταυροφορία, κηρύσσω πόλεμο, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, πολεμώ, κηρύσσω τον πόλεμο σε κπ, πολεμώ ενάντια σε κτ, μεταπολεμικός, μεταπολεμικός, προληπτικός πόλεμος, πόλεμος τιμών, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου, πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμος, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, λάφυρα πολέμου, εμπόλεμη κατάσταση, Τρωικός Πόλεμος, διελκυστίνδα, αγώνας, ανταγωνισμός, πόλεμος επικράτησης, πόλεμος του Βιετνάμ, πολεμώ, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, κάνω επίθεση, επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεων, τραυματίας πολέμου, απώλεια πολέμου, πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων, σύννεφα πολέμου, πολεμικός ανταποκριτής, έγκλημα πολέμου, εγκληματίας πολέμου, πολεμική ιαχή, πολεμική ιαχή, σύμβολο του Αμερικανικού Εμφυλίου, οικονομία πολέμου, πολεμική προσπάθεια, παιχνίδια πολέμου, παράσημο, μνημείο πεσόντων πολέμου, πόλεμος νεύρων, φραστική αντιπαράθεση, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, πολεμική βαφή, πολεμική βαφή, πολεμικά σχέδια, ανθρωπιστική βοήθεια, αρχηγείο, αρχηγείο, θύμα πολέμου, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων, πολεμοχαρής, που μαστίζεται από πολέμους, χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο, παραδοσιακό καπέλο Ινδιάνων, πολεμικό πλοίο, παγκόσμιος πόλεμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης war

πόλεμος

noun (armed conflict) (ένοπλη σύγκρουση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The war was opposed by many people in the country.
Πολλοί πολίτες της χώρας διαφώνησαν με τον πόλεμο.

πόλεμος

noun (period of armed conflict)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The war lasted for five years.
Ο πόλεμος κράτησε πέντε χρόνια.

πόλεμος

noun (state of armed conflict, not peace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The country has been in a state of war for thirty years.
Η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και τριάντα χρόνια.

διαμάχη

noun (figurative (hostility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The war between the two at work made life difficult for the rest of us.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο συναδέλφων στη δουλειά έκανε δύσκολη τη ζωή των υπόλοιπων από εμάς.

πολεμάω, πολεμώ

intransitive verb (fight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two families have been warring for decades.
Οι δυο οικογένειες μάχονται εδώ και δεκαετίες.

βρίσκομαι σε διαμάχη

intransitive verb (figurative (be in conflict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The trade unions and management have been warring over pay for many months.
Τα εργατικά συνδικάτα και η διοίκηση βρίσκονται σε διαμάχη σχετικά με τους μισθούς εδώ και πολλούς μήνες.

πόλεμος

noun (figurative (political campaign) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The left-wing parties are staging a bitter war against the right wing in the election.

πράξη κήρυξης πολέμου

noun (action that provokes a war)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Japanese attack on Pearl Harbor was an act of war, provoking the US to enter WWII.

ολοκληρωτικός πόλεμος

noun (full-scale combat)

The drug cartels along the US-Mexico border have declared an all-out war against law enforcement.

αντιπολεμικός

adjective (against armed conflict)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέχνη του πολέμου

noun (military strategy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
General Patton was an avid student of the art of war.

σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμου

adjective (in armed conflict)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The Prime Minister has just declared that the nation is at war.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μόλις πως η χώρα είναι σε εμπόλεμη κατάσταση.

σε πόλεμο με κπ

expression (in armed conflict with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Britain had been at war with France since 1803.

έχω έντονη διαμάχη

adjective (figurative (in a dispute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two political parties are at war over the tax.

σε πόλεμο με κπ

expression (figurative (in a dispute with) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mr. Ellis has been at war with his neighbour Mr Barker about the state of his garden.

σε πόλεμο με κπ

expression (figurative (fighting, in conflict with) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some militant vegans are at war with meat eaters. The Church has often been openly at war with Marxism.

συγκρούομαι με κτ

expression (figurative (ideas, desires: in conflict with)

εμφύλιος πόλεμος

noun (country's internal war)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The civil war has displaced almost half the country's population.
Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας.

Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος

noun (historical, US (war between US states)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The American Civil War broke out in April 1861.
Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861.

Ψυχρός Πόλεμος

noun (hostility: Soviet Union and West)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many people were believed to be spies during the Cold War.

Ψυχρός Πόλεμος

noun (hostility short of armed warfare)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ψυχρός πόλεμος

noun (figurative (on-going veiled antagonism) (μεταφορικά: κεκαλυμμένος ανταγωνισμός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συμβατικός πόλεμος

noun (with traditional weapons)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών

noun (US (conflict of values) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κήρυξη πολέμου

noun (formal announcement of war) (επίσημη εξαγγελία πολέμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Franklin D. Roosevelt signed the Declaration of War in December of 1941.

κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο

(state intention to make war)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On August 1, 1914, Germany declared war.

κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ

verbal expression (state intention to make war with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
France declared war on Prussia on July 19, 1870. On July 28th 1914 Austria-Hungary declared war against Serbia.

κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ

verbal expression (figurative (take strong steps against) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
President Richard Nixon declared war on drugs in 1971.

βρώμικος πόλεμος

noun (war: regime against insurgents) (μεταφορικά)

πόλεμος εκτός συνόρων

noun (warfare waged in another country) (σε άλλη χώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Επταετής Πόλεμος

noun (18th-century war)

England took control of Quebec in the French and Indian War.

φρεγάτα

noun (seabird) (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόλεμος συμμοριών

noun (conflict between urban gangs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Certain urban areas are not safe due to one gang war after another.

ξεκινάω πόλεμο

verbal expression (engage in warfare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Britain went to war against Germany in 1914.

πάω στον πόλεμο

verbal expression (leave for battlefront)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The exhibition highlights how many young men went to war from Wells and the surrounding villages.

θεός του πολέμου

noun (mythology: Mars, Ares, Odin, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mars was the Roman god of war.

γεράκι

noun (politics) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new congressman is a hawk and is trying to raise defense spending again.
Ο νέος γερουσιαστής είναι ένα γεράκι και προσπαθεί να αυξήσει ξανά τις αμυντικές δαπάνες.

σταυροφορία

noun (crusade, religious war)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κηρύσσω πόλεμο

verbal expression (launch an attack) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάντε έρωτα, όχι πόλεμο

interjection (pacifist slogan of the 1960s)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'Make love not war' was the best-known slogan of the hippy movement.

πολεμώ

(wage war: engage in warfare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κηρύσσω τον πόλεμο σε κπ

verbal expression (start a war against)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολεμώ ενάντια σε κτ

verbal expression (figurative (fight strongly against)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταπολεμικός

adjective (after a war)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταπολεμικός

adjective (after Second World War)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προληπτικός πόλεμος

noun (to prevent greater conflict)

Many historians regard World War I as a preventive war.

πόλεμος τιμών

(intensive competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου

noun (captured by enemy)

πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμος

noun (conflict between religions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Crusades were part of a religious war between Christians and Muslims.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

noun (international conflict of 1939-1945)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Second World War began on 3rd September 1939.

λάφυρα πολέμου

plural noun (loot: [sth] plundered in a conflict)

εμπόλεμη κατάσταση

noun (hostilities between nations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They have been in a near-constant state of war for years.

Τρωικός Πόλεμος

noun (historical (Greeks versus Trojans)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Trojan War is recounted in the epic poem "The Iliad" by the Greek poet Homer.

διελκυστίνδα

noun (game: pulling on rope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The heaviest people are at the back in games of tug-of-war.

αγώνας, ανταγωνισμός

noun (figurative (struggle, competition)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They will not get anything done until they cease this tug-of-war and start pulling in the same direction.

πόλεμος επικράτησης

noun (dispute over territory)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πόλεμος του Βιετνάμ

noun (1960s conflict)

πολεμώ

(make war: engage in warfare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After a decade of waging war, even the country's bellicose leaders were beginning to long for peace.

κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ

verbal expression (launch an attack)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω επίθεση

verbal expression (figurative (attack)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cameron waged war on Brown's new economic policies.

επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεων

noun (government wartime committee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The president consulted with his war cabinet before ordering an invasion.

τραυματίας πολέμου

noun (soldier: injured)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απώλεια πολέμου

noun ([sb] killed during conflict)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων

noun (figurative (money to finance a war)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We need to double our war chest if we hope to get her elected.

σύννεφα πολέμου

plural noun (figurative (sign of trouble ahead) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
At the end of the 1930s, war clouds were gathering throughout Europe.

πολεμικός ανταποκριτής

noun (journalist who reports from war zones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She started her career in journalism as a war correspondent.

έγκλημα πολέμου

noun (usually plural (unacceptable wartime acts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He is awaiting trial in The Hague for war crimes.

εγκληματίας πολέμου

noun (law: breaks war conventions)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πολεμική ιαχή

noun (literal ([sth] shouted in battle to rally soldiers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hungarian warriors used to shout the war cry "Huj, Huj, Hajrá!".

πολεμική ιαχή

noun (figurative (slogan used to rally support) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
'No new taxes' became their war cry prior to the election.

σύμβολο του Αμερικανικού Εμφυλίου

noun (US (American Civil War emblem)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομία πολέμου

noun (allocation of resources in wartime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many historians agree that the end of the depression of the 1930s was a result of the war economy.

πολεμική προσπάθεια

noun (work done for one's country during war)

παιχνίδια πολέμου

plural noun (enactment of battles)

Army commanders use war games to sharpen up and practise their tactics.

παράσημο

noun (military decoration for heroism in war)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The most prestigious war medal in the United States is the Congressional Medal of Honor.

μνημείο πεσόντων πολέμου

noun (monument to dead soldiers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The war memorials in Washington, D.C. attract a lot of tourists every year.

πόλεμος νεύρων

noun (figurative (psychological conflict) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The match became a war of nerves, with both players waiting for the other to crack.

φραστική αντιπαράθεση

noun (figurative (argument)

The rival candidates became involved in a nasty war of words.

πόλεμος κατά των ναρκωτικών

noun (figurative (efforts to combat use of illegal drugs) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολεμική βαφή

noun (warriors' face paint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Apache warrior was wearing war paint and an elaborate headdress.

πολεμική βαφή

noun (informal, figurative, humorous (make-up) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Susan put on her full war paint for the grand ball.

πολεμικά σχέδια

plural noun (military strategy in case of war)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανθρωπιστική βοήθεια

noun (humanitarian aid)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Red Cross raised $3 million for war relief.

αρχηγείο

noun (room at military headquarters)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγείο

noun (figurative (room at business or organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θύμα πολέμου

noun ([sb] who suffers due to armed conflict)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων

noun (area affected by combat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Red Cross evacuated all civilians from the war zone.

πολεμοχαρής

adjective (figurative (seeking armed conflict)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μαστίζεται από πολέμους

adjective (ravaged by war)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο

noun (nation marked by conflict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδοσιακό καπέλο Ινδιάνων

noun (North American Indian headdress)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολεμικό πλοίο

noun (seagoing combat vessel)

The warship was capable of firing guns, torpedoes, and missiles.

παγκόσμιος πόλεμος

noun (large-scale international conflict)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Government officials are doing all they can to prevent a world war.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του war στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του war

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.