Τι σημαίνει το chain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chain στο Αγγλικά.

Η λέξη chain στο Αγγλικά σημαίνει αλυσίδα, αλυσίδα, αλυσίδα, δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα, αλυσιδωτός, μπάλα, ζυγός, το στεφάνι μου, αλυσίδα, αλυσίδα κίνησης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αλυσιδωτή επιστολή, αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας, μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων που γράφουν διαδοχικά από ένα κεφάλαιο, ιεραρχία, σειρά γεγονότων, αλυσιδωτή αντίδραση, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, μανιώδες κάπνισμα, μανιώδες κάπνισμα, που καπνίζει μανιωδώς, που καπνίζει μανιωδώς, αλυσίδα, δένω με αλυσίδα, αλυσοδένω, για τοποθέτηση αλυσίδων, συρμάτινος φράχτης, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, καπνίζω μανιωδώς, αλυσοπρίονο, κολιέ με μαργαρίτες, αλυσιδωτή σύνδεση, αλυσιδωτός, τροφική αλυσίδα, νησιωτικό σύμπλεγμα, μπρελόκ, οροσειρά, έχει τρελό κέφι, έχει τζέρτζελο, λούκι, λούκι, αλυσίδα καταστημάτων, ευθεία αλυσίδα, εφοδιαστική αλυσίδα, ιμάντας χρονισμού, αλυσίδα αξίας, αλυσίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chain

αλυσίδα

noun (links)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The prisoners' ankles were bound together with chains.
Οι αστράγαλοι του φυλακισμένου ήταν δεμένοι με αλυσίδες.

αλυσίδα

noun (necklace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ida wore a simple silver chain around her neck.
Η Άιντα φορούσε μια απλή ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της.

αλυσίδα

noun (company with branches) (μεταφορικά: εταιρεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This city has more chains than independently-owned shops.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η νέα αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει φέρει τα πάνω κάτω στον χώρο, με τις προσφορές που έχει.

δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα

(connect, link)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you park your bike, remember to chain it to a bike rack or tree.
Όταν παρκάρεις το ποδήλατό σου θυμήσου να το δένεις με αλυσίδα σε μια ράμπα ποδηλάτων ή σε ένα δέντρο.

αλυσιδωτός

noun as adjective (chain-like)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπάλα

noun (ball chained to prisoner's leg) (στα πόδια κρατουμένου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζυγός

noun (figurative (restraint, obstacle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το στεφάνι μου

noun (slang (wife) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλυσίδα

noun (informal (roller chain on bicycle) (ποδήλατο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cyclist had to pull over because her bike chain had come off.

αλυσίδα κίνησης

noun (mechanism: roller chain)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My first motorcycle had a chain drive and I had to remember to check the tension. The chain drive on a bicycle transfers power from the pedals to turn the wheels.
Η πρώτη μου μοτοσικλέτα είχε αλυσίδα κίνησης, και έπρεπε να θυμάμαι να ελέγχω την τάση. Η αλυσίδα κίνησης σε ένα ποδήλατο μεταφέρει την ενέργεια από τα πετάλια για την περιστροφή των τροχών.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (prisoners chained together to work)

The prisoners on the chain gang were sent to break up rocks in the quarry.

αλυσιδωτή επιστολή

(ongoing letter)

αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας

noun (type of armor)

The knight wore a bronze helmet and a suit of chain mail armour.

μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων που γράφουν διαδοχικά από ένα κεφάλαιο

noun (story authored collectively)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ιεραρχία

noun (hierarchy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Orders travel along the chain of command from the headquarters to the soldiers in the field.

σειρά γεγονότων

noun (series of occurrences)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλυσιδωτή αντίδραση

noun (sequence of cause and effect)

In the blinding snow, one car hit another and caused a chain reaction; the accident ended up involving six cars on Highway 40.

μανιώδης καπνιστής

noun (figurative (person: smokes heavily)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I would class myself as a heavy smoker rather than a chain smoker.

μανιώδης καπνιστής

noun (person: lights cigarette with previous)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Chain smokers smoke non-stop all day from the moment they awake to the moment they go to bed.

μανιώδες κάπνισμα

noun (lighting each cigarette with previous)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μανιώδες κάπνισμα

noun (figurative (smoking heavily)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The first step to improve your cardiac health, Mr. Johnson, is to cut out the chain smoking.
Το πρώτο βήμα για να βελτιώσετε την υγεία της καρδιάς σας, κ. Τζόνσον, είναι να κόψετε το μανιώδες κάπνισμα.

που καπνίζει μανιωδώς

adjective (lights cigarette with previous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που καπνίζει μανιωδώς

adjective (figurative (smokes heavily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was a typical fast-talking, chain-smoking, streetwise hustler.
Ήταν ένας τυπικός περπατημένος καταφερτζής που μιλούσε γρήγορα και κάπνιζε μανιωδώς.

αλυσίδα

noun (shop with many branches) (καταστημάτων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chain stores have been the death of independent retailers.

δένω με αλυσίδα

(secure with a chain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλυσοδένω

(restrain with a chain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

για τοποθέτηση αλυσίδων

adjective (US (for snow chains)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This highway provides a chain-up area, so drivers can stop and put their snow chains on.

συρμάτινος φράχτης

noun (wire enclosure)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Private tennis courts are usually surrounded with chain-link fences.

καπνίζω το ένα μετά το άλλο

intransitive verb (light cigarette with previous)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καπνίζω το ένα μετά το άλλο

transitive verb (light with previous)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She chain-smoked three cigarettes as she waited anxiously outside.

καπνίζω μανιωδώς

intransitive verb (figurative (smoke heavily)

αλυσοπρίονο

noun (motorized cutting tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat and dog ran when they heard the sound of the chainsaw.
Η γάτα και ο σκύλος έτρεξαν όταν άκουσαν τον ήχο του αλυσοπρίονου.

κολιέ με μαργαρίτες

noun (flowers linked together) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The girls made a daisy chain from flowers they picked in the meadow.

αλυσιδωτή σύνδεση

noun (figurative (devices, actions: linked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλυσιδωτός

noun as adjective (figurative (linked, repeating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τροφική αλυσίδα

noun (hierarchy of organisms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plankton are at the bottom of the marine food chain.

νησιωτικό σύμπλεγμα

noun (archipelago: group of islands)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Hawaiian Islands are an excellent example of an island chain.

μπρελόκ

noun (fob for attaching keys)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I got my dad a souvenir key chain from Paris.

οροσειρά

(geology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχει τρελό κέφι, έχει τζέρτζελο

adjective (UK, slang (wildly entertaining) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λούκι

noun (informal, figurative (vicious circle or cycle) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λούκι

noun (tedious procedure or process) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλυσίδα καταστημάτων

noun (shop with multiple branches)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευθεία αλυσίδα

noun (chemistry: unbranched chain of organic molecules) (χημεία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφοδιαστική αλυσίδα

noun (process of manufacture and sale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All it takes is a truckers' strike to break the supply chain.
Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα.

ιμάντας χρονισμού

(machinery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αλυσίδα αξίας

noun (business: series of activities that add value to final product)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλυσίδα

noun (metal chain of a pocket watch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.