Τι σημαίνει το causer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης causer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του causer στο Γαλλικά.

Η λέξη causer στο Γαλλικά σημαίνει προκαλώ, συζητάω, συζητώ, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, είμαι ο λόγος, κουβεντιάζω, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, συνεπάγομαι, προκαλώ, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, προκαλώ, επιφέρω, επιφέρω, προκαλώ, τελικός, προκαλώ, μιλάω, οδηγώ, προκαλώ, επιφέρω, χάος, αιτιότητα, ψιλοκουβέντα, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ, πιάνω κουβέντα, προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή, ζημιώνω, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, συζητώ,συνομιλώ, δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ προβλήματα, προκαλώ χάος, βλάπτω, δημιουργώ πρόβλημα, δύσκολος, δεν πειράζω κανένα, βλάπτω τον εαυτό μου, προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ, μπλέκω, πλήττω, βλάπτω, καταστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης causer

προκαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'inflation élevée a causé (or: provoqué) une panique sur le marché.
Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά.

συζητάω, συζητώ

verbe intransitif (populaire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκαλώ κτ σε κπ/κτ

verbe transitif (des dégâts)

L'ouragan a causé des dégâts dans plusieurs ville côtières.
Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις.

είμαι ο λόγος

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Elle se demandait ce qui pouvait causer sa tristesse.
Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος της στενοχώριας του.

κουβεντιάζω

verbe intransitif (familier : bavarder)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκαλώ, προξενώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les émeutes ont causé la panique à travers le pays.
Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα.

προκαλώ

verbe transitif (un problème)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cela te cause (or: pose) un problème ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομιλία της μου δημιούργησε μια καινούρια απορία.

δημιουργώ, προκαλώ

verbe transitif (avoir pour effets)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mauvaise politique a causé (or: a créé) beaucoup de problèmes au gouvernement.
Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση.

συνεπάγομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Obtenir un diplôme implique énormément de travail.
Το να πάρει κανείς πτυχίο συνεπάγεται πολλή και σκληρή προσπάθεια.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les boissons alcoolisées engendrent le péché.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

(du bruit, un trou,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les chiens ont fait du vacarme dans la rue.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

προκαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La soudaine augmentation des prix alimentaires a causé des émeutes.
Η ξαφνική αύξηση στις τιμές των τροφίμων προκάλεσε ταραχές.

προκαλώ, επιφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιφέρω, προκαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses allergies ont provoqué une crise d'asthme.
Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος.

τελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les erreurs d'Ursula au travail se sont terminées par un renvoi.
Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της.

προκαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La proclamation a provoqué une émeute dans la capitale du pays.

μιλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis content de te voir. On peut parler (or: discuter) ?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

οδηγώ

(μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les retards répétés de l'employé ont mené à son renvoi.

προκαλώ, επιφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le comportement de Charlie a causé beaucoup de soucis à son entourage.

χάος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο ανεμοστρόβιλος προκάλεσε χάος στο μικρό ψαροχώρι.

αιτιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψιλοκουβέντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons mieux à faire que de parler de la pluie et du beau temps. Nous devons parler d'affaires sérieuses !
Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε!

καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία

(une carrière,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les articles de ce critique peuvent faire ou défaire la réputation d'un nouveau restaurant.

δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les routes verglacées causent des ennuis aux motards.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζημιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le soldat a fait (or: causé) du tort à son pays en désertant son unité pendant la bataille.

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

(επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συζητώ,συνομιλώ

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ προβλήματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nina espérait que les enfants se tiendraient bien et ne causeraient pas d'ennuis.

προκαλώ χάος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un virus en pièce jointe dans un courriel peut faire des ravages (or: faire de gros dégâts).

βλάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un petit verre de vin une fois de temps en temps ne peut pas faire de mal.

δημιουργώ πρόβλημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δύσκολος

(personne) (μη συνεργάσιμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert, en refusant de changer d'avis, cause des difficultés dans cette affaire.
Ο Μπομπ κάνει τον δύσκολο σ' αυτό το θέμα και αρνείται να αλλάξει γνώμη.

δεν πειράζω κανένα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλάπτω τον εαυτό μου

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu te fais du tort avec tes commentaires impolis et agressifs.
Βλάπτεις τον εαυτό σου με τα αγενή και επιθετικά σχόλιά σου.

προκαλώ μετατραυματικό σοκ σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλήττω, βλάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Annuler l'accord nuirait à la relation entre l'entreprise et le fournisseur.
Η ακύρωση της συμφωνίας θα έπληττε τη σχέση της εταιρείας με τον προμηθευτή.

καταστρέφω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre a fait une seul erreur stupide, mais elle a causé sa perte.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του causer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του causer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.