Τι σημαίνει το roof στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roof στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roof στο Αγγλικά.

Η λέξη roof στο Αγγλικά σημαίνει στέγη, σκεπή, στέγη, βάζω στέγη, στέγαστρο, ταράτσα, αμφικλινής στέγη, ανεβαίνω στα ύψη, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, κεκλασμένη στέγη, δίρριχτη στέγη, σχάρα, τοποθετώ νέα στέγη σε κτ, μπαγκαζιέρα οροφής, ταράτσα, διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή, ουρανίσκος, η κορυφή του κόσμου, στέγη, κεραμίδι, δίκλινη στέγη με κοίλωμα, επικλινής στέγη, σκεπή από άχυρο, αχυρένια σκεπή, σκεπή με κεραμίδια, λαμαρινένια σκεπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roof

στέγη, σκεπή

noun (on house, building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The roof needs patching to stop the rain from coming in.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ανέβηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας για να φτιάξει την κεραία.

στέγη

noun (figurative (home) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
While you're under my roof, you'll do as I say, young man!

βάζω στέγη

transitive verb (cover with a roof)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I asked the workmen how long it would take them to roof the house.

στέγαστρο

noun (awning or overhanging covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταράτσα

noun (top of building: flat, horizontal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμφικλινής στέγη

noun (sloping roof)

ανεβαίνω στα ύψη

expression (price, number: rise dramatically) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού

verbal expression (figurative, informal (person: get angry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I told my boss what had happened, he hit the roof.

κεκλασμένη στέγη

noun (sloping roof)

δίρριχτη στέγη

noun (roof sloped on both sides)

A pitched roof is better at shedding rainwater than a flat roof.

σχάρα

noun (on car) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοποθετώ νέα στέγη σε κτ

transitive verb (put a new roof on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαγκαζιέρα οροφής

noun (container for transporting items on top of a car) (σε αμάξι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταράτσα

noun (open area on top of a building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή

noun (rain entering through hole in a roof)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A damp patch appeared on the ceiling where the roof leak was letting in rain.

ουρανίσκος

noun (top of the mouth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hot food burned the roof of his mouth.

η κορυφή του κόσμου

noun (figurative (Himalayas) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στέγη

noun (informal (place to live) (μεταφορικά: κατοικία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your house may not be fancy, but at least it's a roof over your head. The earthquake refugees don't have a roof over their heads.

κεραμίδι

noun (slab for covering a roof)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He needs to replace some broken roof tiles before it rains.

δίκλινη στέγη με κοίλωμα

noun (curved covering for a building) (αρχιτεκτονική: τύπος οροφής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικλινής στέγη

noun (slanted top of building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many residential homes have sloping roofs whereas many commercial buildings have flat roofs.

σκεπή από άχυρο, αχυρένια σκεπή

noun (straw covering for top of building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκεπή με κεραμίδια

noun (clay slabs covering top of building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many homes in the southwest imitate the Mediterranean style of tile roofs.

λαμαρινένια σκεπή

noun (lightweight metal covering for top of building)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roof στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του roof

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.