Τι σημαίνει το challenged στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης challenged στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του challenged στο Αγγλικά.
Η λέξη challenged στο Αγγλικά σημαίνει με ... προβλήματα, με προβλήματα ..., που δεν έχει κτ, δοκιμασία, προκαλώ, πρόκληση, προκαλώ κπ να κάνει κτ, προκαλώ, είμαι πρόκληση, πρόκληση, πρόκληση, ένσταση, έλεγχος, αμφισβητώ, ελέγχω, αμφισβητώ, φαλακρός, με νοητικές δυσκολίες, με ειδικές ανάγκες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης challenged
με ... προβλήματα, με προβλήματα ...adjective (polite (disabled, handicapped) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν έχει κτadjective (often humorous (person: lacking some desired trait) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοκιμασίαnoun (difficult task) (δύσκολο, δυσάρεστο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fixing the car was a challenge. Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο ήταν δοκιμασία. |
προκαλώnoun (dare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam's challenge to his friend was to beat him at pool. Ο Λίαμ προκάλεσε τον φίλο του να τον νικήσει στο μπιλιάρδο. |
πρόκλησηnoun (incentive, stimulus) (ως κίνητρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Randy likes the challenge that this school offers. Στον Ράντι αρέσει η πρόκληση που αποτελεί αυτό το σχολείο. |
προκαλώ κπ να κάνει κτtransitive verb (demand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I challenge you to tell the truth! Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια! |
προκαλώtransitive verb (to a game, etc.) (σε παιχνίδι κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alex challenged me to a game of pool. Ο Άλεξ με προκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο. |
είμαι πρόκλησηtransitive verb (be difficult for) (για κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Fixing the car really challenged me. Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο πραγματικά με δοκίμασε. |
πρόκλησηnoun (often formal (threatening summons) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When a man received a challenge to duel, it was considered cowardly to refuse. |
πρόκλησηnoun (sports: call to compete) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Louis accepted the other swimmer's challenge to race. |
ένστασηnoun (law: objection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The judge sustained the lawyer's challenge. |
έλεγχοςnoun (military) (αναγνωριστικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The visitor had to give the password of the day in response to the guard's challenge. Ο επισκέπτης πρέπει να δώσει τον κωδικό πρόσβαση όταν του ζητηθεί από τον φρουρό. |
αμφισβητώtransitive verb (question) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Other scientists challenge the validity of the experiment. |
ελέγχωtransitive verb (formal (military: halt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sentry challenges all who approach. |
αμφισβητώtransitive verb (law: take exception) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The lawyers challenged the admission of the evidence. |
φαλακρόςadjective (humorous, euphemism (person: bald) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με νοητικές δυσκολίεςadjective (person: with learning difficulties) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ειδικές ανάγκεςadjective (person: with physical disability) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του challenged στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του challenged
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.