Τι σημαίνει το choses στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης choses στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του choses στο Γαλλικά.
Η λέξη choses στο Γαλλικά σημαίνει πράγματα, γεγονότα, πράγματα, καθετί, νηφάλιος, αναγκαίο κακό, που δεν συγκρίνεται με κτ, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια, αναγκαστικά, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, μεταξύ άλλων, και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη, τουλάχιστον, έτσι είναι η ζωή, κατάλαβέ το, αποδέξου το, κάθε πράγμα στην ώρα του, δικτυωμένος, νυχτερινή ζωή, καταπραϋντικό, χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα, ψιλοκουβέντα, οπτική γωνία, βασικά, επιθυμίες, φυσική τάξη πραγμάτων, αγάπη για τα έργα τέχνης, μυστικό, και άλλα, τα ναι και τα όχι, πράγματα να κάνω, παρόμοιος, έχω δουλειές, έχω κοινά, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματα, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό, πιάνω κουβέντα, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, αναλαμβάνω, βάζω τα πράγματα σε τάξη, συμβιβάζω μια κατάσταση, είμαι ισχυρός, δεν κάνω μισές δουλειές, περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα, εκτονώνω την κατάσταση, κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, διασπείρω, διορθώνω, πείθω με γλυκόλογα, αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο, λέω σοφά λόγια, είμαι επιεικής, βλέπω τη θετική πλευρά, ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών ενεργειών, πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν, αυτά που θέλω να κάνω, ελάχιστος, τα βρίσκω με κάποιον, δυναμικός, ξεκαθαρίζω, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, τα πράγματα, τα πράγματα, με αμετάβλητα τα λοιπά στοιχεία, το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις, λίστα στόχων, σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο, τα ναι και τα όχι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης choses
πράγματα(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est quoi, tous ces trucs dans le coin ? Τι είναι αυτά τα πράγματα στη γωνία; |
γεγονότα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Naomi n'était pas sûre de comment les évènements (or: les choses) allaient se dérouler. |
πράγματα(familier) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il y a d'autres trucs dans cette pièce. Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο. |
καθετί
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
νηφάλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fut philosophe à propos de son échec et déclara qu'il tenterait de nouveau. Είχε φιλοσοφοφημένη στάση απέναντι στην ήττα του και είπε ότι θα προσπαθήσει ξανά. |
αναγκαίο κακό([qch] d'inévitable) (για κάτι κακό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος. |
που δεν συγκρίνεται με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'art et la littérature sont deux choses différentes. Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία. |
χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρειαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que tu accepteras ce que je dis sans que j'aie besoin d'expliquer les choses. |
αναγκαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Par nécessité, nous mangeons beaucoup de haricots et peu de viande. |
κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les survivants du crash aérien ont été contraints de recourir au cannibalisme par la force des choses. |
μεταξύ άλλωνlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je pratique, entre autres, le football. |
και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il y a beaucoup d'oiseaux d'eau sur le lac - des harles, des oies, des foulques, et autres. Στη λίμνη, υπάρχουν πολλά υδρόβια πουλιά, όπως πρίστες, χήνες, νερόκοτες και άλλα παρόμοια είδη. |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La moindre des choses serait que je paie la moitié des frais. Θα πρότεινα να αναλάβω το μισό κόστος, το λιγότερο. |
έτσι είναι η ζωήinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai raté le dernier train. Ce sont des choses qui arrivent ! |
κατάλαβέ το, αποδέξου τοinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regarde les choses en face, Peter. Tu n'es pas un très bon chanteur. Κατάλαβε το, Πέτρο - απλά δεν είσαι πολύ καλός τραγουδιστής. Αποδέξου το - η μητέρα σου πέθανε και δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω με τίποτα. |
κάθε πράγμα στην ώρα του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δικτυωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ceux qui connaissent son organisation de l'intérieur croient que les résultats du concours sont déjà fixés. Οι γνώστες πιστεύουν ότι ο διαγωνισμός έχει ήδη κριθεί. |
νυχτερινή ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La plage était géniale mais la ville n'avait pas de vie nocturne. Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή. |
καταπραϋντικόnom masculin (figuré) (μεταφορικά) |
χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψιλοκουβέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons mieux à faire que de parler de la pluie et du beau temps. Nous devons parler d'affaires sérieuses ! Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε! |
οπτική γωνίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βασικά
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) On pourrait arrêter cette discussion et passer aux choses sérieuses ? |
επιθυμίεςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nager avec des dauphins fait partie de la liste des choses à faire avant de mourir de Susanne. Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει. |
φυσική τάξη πραγμάτωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγάπη για τα έργα τέχνηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μυστικό(figuré : secret) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
και άλλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα ναι και τα όχι
Voici une liste utile des choses à faire et à ne pas faire pour avoir un poisson tropical. |
πράγματα να κάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne peux pas te voir aujourd'hui, j'ai des choses à faire. Jack avait beaucoup de choses à faire, mais sa seule envie était de dormir. |
παρόμοιος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu peux trouver des stylos, des cahiers et des trucs dans ce genre dans ce magasin. |
έχω δουλειές
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Δε θα μπορέσω να πάω σινεμά. έχω δουλειές. |
έχω κοινάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Par chance, ils s'entendent bien parce qu'ils ont beaucoup de choses en commun. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le PDG a été direct : « L'entreprise doit changer ou en subira les graves conséquences. » |
μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regarde bien : tu pourrais apprendre deux ou trois choses. |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτωνlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu vois le bon côté des choses, tu seras une personne beaucoup plus heureuse. |
μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητόlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Merci à tous d'être venus à cette réunion d'urgence. Maintenant, passons aux choses sérieuses. |
πιάνω κουβέντα(έναρξη συζήτησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφήνω τα πράγματα να κυλήσουνlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τα πράγματα όπως έρχονταιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνωlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il faut que je prenne les choses en main sinon rien ne sera prêt à temps. |
βάζω τα πράγματα σε τάξηlocution verbale (μεταφορικά) |
συμβιβάζω μια κατάστασηlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι ισχυρόςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je veux devenir ami avec Burt, c'est le genre de personne qui fait avancer les choses. |
δεν κάνω μισές δουλειές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονόταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sam dit les choses très différemment. |
εκτονώνω την κατάστασηverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνω, φέρνω εις πέραςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est très bon pour démarrer les choses mais il n'arrive jamais à mener à bien ce qu'il entreprend. Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας). |
διασπείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορθώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu t'es mal comporté dans le passé, tu devras trouver une manière d'arranger les choses. |
πείθω με γλυκόλογα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand ma fille commence à me dire des choses gentilles, je sais qu'elle veut quelque chose. |
αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχοlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω σοφά λόγιαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι επιεικήςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βλέπω τη θετική πλευράinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vois le bon côté (or: Vois le bon côté des choses) : si tu n'as rien, tu n'as rien à perdre ! Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις! |
ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών ενεργειών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le nouvel employé est multitâche. |
πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Désolé, je ne peux pas t'aider, j'ai déjà plein de choses à faire. |
αυτά που θέλω να κάνωnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελάχιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous n'avons pas grand-chose à nous dire. |
τα βρίσκω με κάποιονlocution verbale (familier) |
δυναμικόςlocution adjectivale (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκαθαρίζωlocution verbale (μια υπόθεση, ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous sommes restés trop longtemps dans le doute, maintenant il faut mettre les choses au point. |
μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ(sur un sujet de santé...) La clinique sensibilise la population aux questions de santé. Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας. |
τα πράγματαnom féminin pluriel Il y avait des émeutes dans la rue et les choses devenaient incontrôlables. |
τα πράγματαnom féminin pluriel (la vie) Les choses vont mieux ces derniers temps. |
με αμετάβλητα τα λοιπά στοιχεία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να συμφωνείς με δύο εντελώς αντίθετες απόψεις(concept de George Orwell) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίστα στόχωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je sais que tu es bouleversée, mais dans l'ordre des choses, rompre avec son copain n'est pas si important. |
τα ναι και τα όχι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του choses στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του choses
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.