Τι σημαίνει το circle στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης circle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του circle στο Αγγλικά.
Η λέξη circle στο Αγγλικά σημαίνει κύκλος, κύκλος, κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπ, κυκλώνω, κάνω κύκλους, κάνω κύκλους, κύκλος, κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο, αρκτικός κύκλος, ομαδικός αυνανισμός σε κύκλο, αμοιβαίος έπαινος, κύκλος των πέμπτων, κύκλος, κύκλος της ζωής, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, αγρογλυφικό, πρώτος εξώστης, κύκλος που έκλεισε, κύκλος που ολοκληρώθηκε, ημικύκλιο, ημικύκλιο, ημιπερίμετρος, ημιπεριφέρεια, ημικύκλιο, κυκλικά, σε κύκλο, στενό φιλικό περιβάλλον, στενό περιβάλλον, στενός φιλικός κύκλος, το κέντρο της κολάσεως, αρκτικός κύκλος, βόρειος πολικός κύκλος, νότιος πολικός κύκλος, ημικύκλιο, στρογγυλή πλατεία, φαύλος κύκλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης circle
κύκλοςnoun (round shape) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The wallpaper had large orange circles on it. Η ταπετσαρία είχε μεγάλους πορτοκαλί κύκλους. |
κύκλοςnoun (figurative (group of friends) (μτφ: φίλοι, γνωστοί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My circle is a tight-knit group. Ο κύκλος μου είναι μια πολύ δεμένη ομάδα. |
κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπtransitive verb (move around [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A hawk circled the grove of trees. Ένα γεράκι έκανε κύκλους πάνω από τον οπωρώνα με τα δέντρα. |
κυκλώνωtransitive verb (draw a circle around [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please circle the correct answer. Παρακαλώ κυκλώστε τη σωστή απάντηση. |
κάνω κύκλουςintransitive verb (move in a circular pattern) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κύκλουςintransitive verb (aviation: fly in circular pattern) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plane circled for an hour, waiting for the fog to lift. Το αεροπλάνο έκανε κύκλους για μια ώρα, περιμένοντας να φύγει η ομίχλη. |
κύκλοςnoun (arrangement of ancient stones) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No one knows exactly why circles like Stonehenge were erected around England. |
κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλοtransitive verb (drive around) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A brown pick-up truck has been circling the block for the past fifteen minutes. |
αρκτικός κύκλοςnoun (northern polar circle) |
ομαδικός αυνανισμός σε κύκλοnoun (vulgar, slang (mutual masturbation) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αμοιβαίος έπαινοςnoun (pejorative, vulgar, slang (indulgent mutual congratulation) |
κύκλος των πέμπτωνnoun (music: chart of chromatic notes) (μουσική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κύκλοςnoun (group of people to whom one is close) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I have always had a large circle of friends. Πάντα είχα μεγάλο κύκλο. |
κύκλος της ζωήςnoun (figurative (cycle of birth and death) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείοverbal expression (figurative (return to original situation) (μεταφορικά: κατάσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Today I'm starting work back at the firm where I had my first job; I feel like my career's come full circle. |
αγρογλυφικόnoun (pattern in field) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρώτος εξώστηςnoun (theater seats) (θεάτρου) |
κύκλος που έκλεισε, κύκλος που ολοκληρώθηκε(to the starting point) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ημικύκλιοnoun (semicircle, crescent shape) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The teacher arranged the chairs in a half circle to better address all of the students directly. |
ημικύκλιοnoun (half of a circle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ημιπερίμετρος, ημιπεριφέρειαnoun (half of circumference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημικύκλιοnoun (thing: with half-circle shape) (πράγμα με αυτό το σχήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυκλικάadverb (movement: round) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The girls danced merrily around in a circle. |
σε κύκλοadverb (position: round) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) King Arthur's knights sat in a circle round a table. |
στενό φιλικό περιβάλλονnoun (close friends) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) He's part of my inner circle. |
στενό περιβάλλονnoun (elite group) (μεταφορικά) Only those in the leader's inner circle exercise real power. |
στενός φιλικός κύκλοςnoun (most intimate group: of friends) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even though he was a close friend, he wasn't in her innermost circle. |
το κέντρο της κολάσεωςnoun (Dante: centre of hell) (Δάντης) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρκτικός κύκλος, βόρειος πολικός κύκλοςnoun (North: arctic line of latitude) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The polar circle in the northern hemisphere is called the Arctic Circle. |
νότιος πολικός κύκλοςnoun (South: Antarctic line of latitude) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The polar circle in the southern hemisphere encloses the Antarctica. |
ημικύκλιοnoun (half-circle shape) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The students arranged their desks in a semicircle. |
στρογγυλή πλατείαnoun (US (roundabout) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the United States cars go round traffic-circles counter-clockwise. |
φαύλος κύκλοςnoun (problem: cycle of cause and effect) You need experience to get a job, but you can't get experience without a job: it's a vicious circle. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του circle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του circle
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.