Τι σημαίνει το course στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης course στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του course στο Αγγλικά.

Η λέξη course στο Αγγλικά σημαίνει πορεία, ροή, τροχιά, πορεία, πορεία, πρόοδος, μάθημα, πιάτο, πορεία, ρότα, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, κυλάω, κυλώ, στρώση από τούβλα, διασχίζω, κυνηγάω, κυνηγώ, αυτονόητα, πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια, προπαρασκευαστικό μάθημα, Φυσικά, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη, σχεδιάζω, μαθητικό βιβλίο, υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος, διαδικασία,σειρά ενεργειών, ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών, τομέας σπουδών, θεραπευτική αγωγή, ταχύρρυθμο μάθημα, μάθημα πτυχίου, πρώτο πιάτο, βγαίνω εκτός πορείας, βγαίνω εκτός πορείας, γήπεδο γκολφ, όταν έρθει η ώρα, εν ευθέτω χρόνω, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια, με την πάροδο του χρόνου, κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο, στίβος με εμπόδια, εμπόδιο, φυσικά, φυσικά, βεβαίως, Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!, σε λάθος κατεύθυνση, ξεφεύγω από, σε πορεία σύγκρουσης, σε πορεία σύγκρουσης, προς τη σωστή κατεύθυνση, προς τη σωστή κατεύθυνση, εισαγωγικό μάθημα, μέσα σε, αναμενόμενος, διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, επανεκπαίδευση, συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας, κάνω τον κύκλο μου, δεύτερο πιάτο, παραμένω στην πορεία, μένω στον σωστό δρόμο, συνεχίζω την πορεία, παρακολουθώ μαθήματα, με τρία πιάτα, κατά τη διάρκεια του, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εκπαιδευτικό σεμινάριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης course

πορεία

noun (direction of travel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The captain changed the ship's course.
Ο καπετάνιος άλλαξε τη ρότα του πλοίου.

ροή

noun (flow, path)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The river's course was straight.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλουν να αλλάξουν τον ρου του ποταμού.

τροχιά, πορεία

noun (trajectory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She traced the arrow's course through the air.
Εντόπισε την τροχιά (or: πορεία) του βέλους στον αέρα.

πορεία, πρόοδος

noun (progress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're pleased with the course of this business.
Είμαστε ικανοποιημένοι με την πρόοδο της επιχείρησης αυτής.

μάθημα

noun (programme of study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mr. Adams is teaching the course.
Ο κ. Άνταμς διδάσκει το μάθημα.

πιάτο

noun (part of a meal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Are you ready for the main course?
Είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο;

πορεία, ρότα

noun (figurative (path of action) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's hard to know which course to take in life.
Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή.

κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα

(water, blood: move quickly) (μέσα από κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The water coursed through the canals. Terrified, Neil could feel the blood coursing in his veins.
Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του.

κυλάω, κυλώ

(liquids: flow down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tears were coursing down the cheeks of the mourners as they stood at the graveside. The waterfall coursed down the rocks into the pool below.
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα των πενθούντων καθώς στέκονταν δίπλα στον τάφο. Ο καταρράκτης έτρεχε πάνω στα βράχια και μέσα στη λίμνη που βρίσκονταν από κάτω.

στρώση από τούβλα

noun (wall: one layer of bricks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In housebuilding, bricks are laid in courses.

διασχίζω

transitive verb (traverse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He coursed the wide plains, thinking of home.

κυνηγάω, κυνηγώ

transitive verb (chase, hunt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hunters coursed the hare with their dogs.

αυτονόητα

expression (as part of normal routine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια

noun (military obstacle course) (για στρατιώτες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προπαρασκευαστικό μάθημα

noun (UK (studies: prep for higher level)

Φυσικά

interjection (expressing polite consent)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
But of course, you're right!

αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση

verbal expression (alter one's direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The ship changed course and headed for Durban.

παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη

verbal expression (plot a route) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ship's captain asked the navigator to chart a course to shore.

σχεδιάζω

verbal expression (figurative (plan [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαθητικό βιβλίο

noun (textbook used for study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The recommended course book for this semester is available at all good book shops.

υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος

noun (often plural ([sth] studied in class)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαδικασία,σειρά ενεργειών

noun (procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The course of action chosen by her doctor was successful.

ακαδημαΐκό πρόγραμμα σπουδών

noun (learning programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τομέας σπουδών

noun (US (subject: major)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I chose Classics as my course of study.

θεραπευτική αγωγή

noun (therapy to cure [sth])

ταχύρρυθμο μάθημα

(intensive course)

μάθημα πτυχίου

noun (course of study that leads to a degree)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρώτο πιάτο

noun (of a meal) (γεύμα)

We had prawns in sauce as a first course at dinner.

βγαίνω εκτός πορείας

verbal expression (stray from intended direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω εκτός πορείας

verbal expression (figurative (go awry, not progress correctly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γήπεδο γκολφ

noun (terrain on which golf is played)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most golf courses have 18 holes.

όταν έρθει η ώρα

adverb (in normal run of events)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You'll receive your promotion in due course: first you have to prove yourself.
Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου.

εν ευθέτω χρόνω

adverb (after expected time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The effects of the drug will wear off in due course.
Η επίδραση του φαρμάκου θα μειωθεί εν ευθέτω χρόνο.

κατά τη διάρκεια

expression (during a process) (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατά τη διάρκεια

expression (during a period of time) (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με την πάροδο του χρόνου

adverb (eventually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You'll forget him in the course of time.

κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο

noun (main dish of a meal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For a main course, I like to choose something I wouldn't usually cook at home. After the appetizers, we will serve the main course and then dessert.
Ως κύριο πιάτο μου αρέσει να διαλέγω κάτι που δεν θα μαγείρευα συνήθως στο σπίτι. Μετά τα ορεκτικά θα σερβίρουμε το κυρίως πιάτο κι έπειτα το επιδόρπιο.

στίβος με εμπόδια

noun (physical training area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπόδιο

noun (figurative (situation with challenges) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυσικά

adverb (naturally, as might be expected)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Of course, I will need to know where you are going.
Φυσικά και θα πρέπει να ξέρω που πηγαίνεις.

φυσικά, βεβαίως

interjection (yes, certainly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Of course, you can go out for dinner!
Φυσικά και μπορείς να βγεις για δείπνο!

Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!

interjection (emphatic: certainly not) (εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Would you kiss a frog?" he asked. "Of course not!" she replied.

σε λάθος κατεύθυνση

adverb (in the wrong direction)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
By this time, we'd been sailing off course for several days.

ξεφεύγω από

adverb (figurative (not progressing correctly) (καθομ: χρονοδιάγραμμα, πλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε πορεία σύγκρουσης

expression (military: about to collide) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two ships were on a collision course, and collided.

σε πορεία σύγκρουσης

expression (figurative (disagreeing, clashing) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His refusal to even listen to other points of view set him on a collision course with nearly everyone he met.

προς τη σωστή κατεύθυνση

adverb (in the right direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς τη σωστή κατεύθυνση

adverb (figurative (progressing correctly) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισαγωγικό μάθημα

noun (induction into [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On the day he started work, he took an orientation course.

μέσα σε

preposition (during, throughout)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We spend a huge amount on the car over the course of a year.
Ξοδέψαμε ένα υπέρογκο ποσό για το αμάξι μέσα σε ένα χρόνο.

αναμενόμενος

expression (figurative (what is expected)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης

verbal expression (influence outcome of a trial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her lies perverted the course of justice in the case.

επανεκπαίδευση

noun (lessons to review [sth] learnt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the cabin attendants are required to go on a customer service refresher course.

συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας

noun (customary)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω τον κύκλο μου

verbal expression (disease, etc.: continue to natural end)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερο πιάτο

noun (second part of meal) (γεύμα)

παραμένω στην πορεία

verbal expression (keep going in the right direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στον σωστό δρόμο

verbal expression (figurative (not go awry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω την πορεία

verbal expression (figurative, informal (pursue [sth] to the end) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρακολουθώ μαθήματα

verbal expression (attend classes, study)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I once took a course in physics - I couldn't understand a word of it!

με τρία πιάτα

noun as adjective (meal: in three parts) (γεύμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη διάρκεια του

preposition (all the way through)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Throughout the course of the day, the heat from the sun grew more intense.

εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εκπαιδευτικό σεμινάριο

noun (practical programme of study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr.Watkins had to go on a training course to learn about the new drugs.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του course στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του course

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.