Τι σημαίνει το short στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης short στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του short στο Αγγλικά.

Η λέξη short στο Αγγλικά σημαίνει κοντός, κοντός, κοντός, μικρός, σύντομος, σύντομος, υποκοριστικό, απότομος, ξεμένω από κτ, ανοικτός, βραχύς, σφηνάκι, συντομευμένος, μου λείπει κτ, απότομα, -, σε θέση short, -, ταινία μικρού μήκους, βραχυκύκλωμα, short, σε θέση short, σορτς, εκτός από το να κάνω κτ, βραχυκυκλώνω, βραχυκυκλώνω, κάνω ανοιχτή πώληση, απογοητεύω, animation μικρού μήκους, διακόπτω, είμαι γκαντέμης, δεν ανταποκρίνομαι σε κτ, δεν επαρκώ, σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία, για συντομία, κπ με αγνοεί, αγνοώ, είμαι ευερέθιστος, αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης, σύντομα, σύντομα, σε λίγο καιρό, σύντομα, εν συντομία, σύντομα, γρήγορα, σε έλλειψη, βραχυπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα, εν συντομία, τίποτα άλλο εκτός από κτ, εντελώς, τελευταία στιγμή, μου τελειώνει κτ, εξαντλούμαι, τελειώνω, λακωνικός, σύντομη και περιεκτική απάντηση, βραχυκύκλωμα, περίληψη, σύνοψη, μικρή/κοντινή απόσταση, ταινία μικρού μήκους, ευερεθιστότητα, κοντά μαλλιά, σύντομο ταξίδι, κοντινός, αδύναμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, βιαστικά, άρον άρον, με σύντομη προειδοποίηση, αν δεν, εκτός από το να κάνω κτ, μου λείπει, λαχανιασμένος, φαγητό της ώρας, κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι, σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος, μικρού βεληνεκούς, παϊδάκια, για παϊδάκια, ανοιχτή πώληση, καυτό' σορτσάκι/σορτς, σύντομη προθεσμία ομολογίας, κοντή/μίνι φούστα, υποστελεχωμένος, διήγημα, συγγραφέας διηγημάτων, ευερεθιστότητα, βραχυπρόθεσμος, σύντομο διάστημα, μικρό χρονικό διάστημα, απασχόληση με μειωμένο ωράριο, σύντομη/περιληπτική έκδοση, σύντομη/περιληπτική και περιεκτική εκδοχή, βραχύ φωνήεν, βραχύχρονο φωνήεν, μικρή/κοντινή απόσταση, βραχυκυκλώνω, προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ, παρακάμπτω, εμποδίζω, κοντοκουρεμένος, σύντομος, βραχυχρόνιος, μάγειρας φαγητού της ώρας, μικρής εμβέλειας, βραχυπρόθεσμος, κοντομάνικος, μικρής διάρκειας, ευέξαπτος, ευερέθιστος, πρόσφατη μνήμη, λαχανιασμένος, δίνω λάθος ρέστα, εξαπατώ, τριφτή ζύμη, χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ, χρησιμοποιώ μια συντόμευση, που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών, λίστα των επικρατέστερων, συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους, που έχει μυωπία, κοντόφθαλμος, μυωπία, έλλειψη διορατικότητας, σχεδόν γίνομαι, παραλίγο να κάνω κτ, πανίβλακας, τόνος, κοντός, όχι αρκετά μακρύς, κοντός, όχι αρκετά ψηλός, πολύ σύντομος, πολύ κοντός, απότομος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης short

κοντός

adjective (length)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please hand me the short rope.
Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί.

κοντός

adjective (height: not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boy is too short to reach.
Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.

κοντός

adjective (clothing: not long)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His trousers were short, so you could see quite a bit of hairy leg above his socks when he sat down.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ψήλωσα από πέρσι και το παντελόνι μου είναι κοντό.

μικρός

adjective (distance: not far)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's only a short walk from here.
Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ.

σύντομος

adjective (of brief duration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That movie was very short.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν βραχύς ο βίος του.

σύντομος

adjective (concise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her speech was short and to the point.
Η ομιλία της ήταν σύντομη και επί του θέματος.

υποκοριστικό

(abbreviation of) (για όνομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The name "Betty" is sometimes short for "Elizabeth".
Το όνομα Μπέτυ είναι μερικές φορές το υποκοριστικό του Ελίζαμπεθ.

απότομος

(informal (abrupt, curt) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When I asked him if he could help, he was rather short with me.
Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, μου έδωσε μια κάπως κοφτή απάντηση.

ξεμένω από κτ

verbal expression (informal (short of: not enough)

We're short on printer ink.
Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή.

ανοικτός

adjective (figurative (finance: of a short sale) (για πώληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He held a short position on the stock.

βραχύς

adjective (phonetics)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The short vowels are common in English.

σφηνάκι

adjective (of a small drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like a short cocktail, please.
Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ.

συντομευμένος

adjective (abbreviated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm is the short form of I am.

μου λείπει κτ

(pejorative, informal (lacking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new leader of the party is short on charm; he'll never win over the voters.

απότομα

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sight of the accident made us stop short.

-

adverb (on near side of a target) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The arrow fell short.
Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο.

σε θέση short

adverb (baseball: position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The outfielders were playing short.

-

adverb (insufficient) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The cashier came up short.
Ο ταμίας δεν είχε αρκετά χρήματα για ρέστα.

ταινία μικρού μήκους

noun (cinema: brief film)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Bill produced a short that won a prize.

βραχυκύκλωμα

noun (electricity: short circuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Crossed wires produced a short in the system.

short

noun (garment size) (σπάνιο: για ρούχα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My coat is a forty-two short.

σε θέση short

noun (baseball: position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daniels is playing third, while James is at short.

σορτς

plural noun (short pants)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I'll wear shorts and sandals, since it's hot today.
Θα φορέσω πέδιλα και κοντό παντελόνι σήμερα με τόση ζέστη.

εκτός από το να κάνω κτ

preposition (except)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what to do, short of leaving.
Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το να φύγω.

βραχυκυκλώνω

intransitive verb (short circuit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The entire circuit shorted out.

βραχυκυκλώνω

transitive verb (short circuit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dripping water shorted the fuse box.

κάνω ανοιχτή πώληση

transitive verb (to sell shares short)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He shorted the stock because he thought the value was going to fall.

απογοητεύω

(informal (disappoint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

animation μικρού μήκους

noun (short animated film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακόπτω

transitive verb (interrupt, finish prematurely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sprained ankle caused us to cut short the vacation.

είμαι γκαντέμης

verbal expression (stuck with an unwanted task, fate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν ανταποκρίνομαι σε κτ

verbal expression (not be satisfactory)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boy's grades fell short of his father's expectations.
Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του.

δεν επαρκώ

verbal expression (not be sufficient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The amount of water in the reservoir falls short of our targets this year.
Η ποσότητα του νερού στη δεξαμενή υπολείπεται σε σχέση με τους φετινούς στόχους μας.

σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία

adverb (briefly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He'd only lived in the apartment for a short time - about two weeks.

για συντομία

adverb (as an abbreviation)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κπ με αγνοεί

verbal expression (be treated curtly by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγνοώ

verbal expression (deal curtly with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ευερέθιστος

verbal expression (figurative (lose your temper easily)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης

verbal expression (aircraft: stop landing short of runway intersection)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύντομα

adverb (soon)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll have it finished in a short time – please be patient.

σύντομα

adverb (within a brief span of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In a short time, the fire spread to the other buildings.

σε λίγο καιρό

adverb (soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύντομα

adverb (within a brief span of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εν συντομία

adverb (in summary, in brief)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In short, the film is well worth seeing.
Με λίγα λόγια (or: με δυο λόγια) αξίζει να δει κανείς την ταινία.

σύντομα, γρήγορα

adverb (US, figurative (quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε έλλειψη

expression (few available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βραχυπρόθεσμα

expression (short term)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The strategy is likely to be successful only in the short run.

βραχυπρόθεσμα

adverb (temporarily, for a brief time in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εν συντομία

expression (informal (in summary)

The long and short of it is that I'm pregnant.

τίποτα άλλο εκτός από κτ

expression (with noun: only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nothing short of a full apology will mollify him.

εντελώς

expression (with adjective: utterly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His behaviour was nothing short of rude.

τελευταία στιγμή

adverb (with little warning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Her appointment was cancelled on short notice. I'm sorry to ask you on such short notice, but I only found out about this yesterday.

μου τελειώνει κτ

verbal expression (have few left)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαντλούμαι, τελειώνω

verbal expression (stocks: get low)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I see the sugar is running short; we'd better buy some next time we go shopping.

λακωνικός

adjective (brief, concise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He kept his answers to the police short and sweet.

σύντομη και περιεκτική απάντηση

noun (concise reply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Does he get along with his family? The short answer is no.

βραχυκύκλωμα

noun (electrical malfunction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περίληψη, σύνοψη

noun (brief account)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please give us a short description of your new proposal.

μικρή/κοντινή απόσταση

noun (brief interval in space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The taxis are only a short distance from the train station.

ταινία μικρού μήκους

noun (movie less than feature length)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευερεθιστότητα

(quick temper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοντά μαλλιά

noun (hair: close-cropped)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σύντομο ταξίδι

noun (journey: short distance)

κοντινός

noun as adjective (over short distance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδύναμη μνήμη

noun (tendency to forget quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a very short memory for people's names.

πρόσφατη μνήμη

noun (short-term recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιαστικά, άρον άρον, με σύντομη προειδοποίηση

noun (little warning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Supply teachers often have only short notice to prepare their lessons.

αν δεν

expression (other than)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Short of a raid on the cookie jar, we won't have a snack.
Αν δεν κάνουμε επιδρομή στο κουτί με τα μπισκότα δεν θα φάμε σνακ.

εκτός από το να κάνω κτ

expression (other than do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Short of replacing the whole engine, there is nothing you can do to solve the problem.
Εκτός από το να αλλάξεις ολόκληρη τη μηχανή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να λύσεις το πρόβλημα.

μου λείπει

verbal expression (lacking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I need to go shopping: we're short of bread and milk.
Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.

λαχανιασμένος

adjective (having difficulty breathing)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φαγητό της ώρας

noun (US (food at diner, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι

plural noun (US (shorts, thigh-length trousers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The weather's much too cold for you to wear short pants.
Ο καιρός είναι πολύ κρύος για να φορέσεις κοντό παντελόνι.

σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος

noun (brief or limited time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sale will only last a short period, so we should purchase it now.

μικρού βεληνεκούς

noun (limited distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παϊδάκια

plural noun (US (cut of beef)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

για παϊδάκια

noun as adjective (beef: short ribs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My favorite short-rib recipe uses ten different spices.

ανοιχτή πώληση

(finance)

καυτό' σορτσάκι/σορτς

plural noun (hot pants)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like to show off my legs in the summertime wearing short shorts.

σύντομη προθεσμία ομολογίας

noun (historical (prisoner: brief confession time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοντή/μίνι φούστα

noun (above-the-knee or mini skirt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her short skirt violated the school dress code.

υποστελεχωμένος

adjective (not enough employees)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διήγημα

noun (written fiction shorter than a novella)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wrote short stories about people living in rural areas.
Έγραφε διηγήματα για ανθρώπους που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.

συγγραφέας διηγημάτων

noun (author of short fiction)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Edgar Allan Poe was a famous 19th-century American short story writer.

ευερεθιστότητα

noun (tendency to be quick to anger)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βραχυπρόθεσμος

adjective (temporary, not long-lasting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My short-term educational goal is to graduate college.
Ο βραχυπρόθεσμος εκπαιδευτικός μου στόχος είναι να αποφοιτήσω από το πανεπιστήμιο.

σύντομο διάστημα, μικρό χρονικό διάστημα

noun (brief period)

During the short time that I knew Anne, she never failed to impress me.

απασχόληση με μειωμένο ωράριο

noun (temporarily working for less pay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύντομη/περιληπτική έκδοση

noun (abridged or condensed form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is just a short version of the full-length movie production.

σύντομη/περιληπτική και περιεκτική εκδοχή

noun (informal (concise account) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll give you the short version now and tell you the full story later.

βραχύ φωνήεν, βραχύχρονο φωνήεν

noun (English: vowel with short sound)

μικρή/κοντινή απόσταση

noun (little distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's only a short way to the grocery store.

βραχυκυκλώνω

intransitive verb (malfunction electrically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ

transitive verb (cause to malfunction electrically)

The flooding in the basement short-circuited the freezer.

παρακάμπτω

transitive verb (figurative (procedure: not follow) (μεταφορικά: διαδικασία)

The construction company put pressure on the council to short-circuit the planning permission process.

εμποδίζω

transitive verb (US, figurative (impede, thwart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bad weather short-circuited our plans for a picnic.

κοντοκουρεμένος

adjective (having short hair)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σύντομος, βραχυχρόνιος

adjective (brief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The revolt was short-lived: it was all over within a week.

μάγειρας φαγητού της ώρας

noun (US (chef: prepares food quickly)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μικρής εμβέλειας

noun as adjective (covering a limited distance) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βραχυπρόθεσμος

adjective (short period of time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντομάνικος

adjective (shirt: sleeves above elbow)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Theodore wore a short-sleeved shirt to the summer wedding.

μικρής διάρκειας

adjective (accommodation: for short period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευέξαπτος, ευερέθιστος

adjective (easily angered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can get very short-tempered when things don't go my way.

πρόσφατη μνήμη

noun (capacity for recall over a brief period)

His short-term memory began to fail when he reached 80 years of age.

λαχανιασμένος

adjective (short of breath)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δίνω λάθος ρέστα

transitive verb (return insufficient money to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαπατώ

transitive verb (informal, figurative (cheat out of [sth], deprive of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τριφτή ζύμη

noun (UK (light crumbly pastry)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ

transitive verb (use a shortcut on [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't try to short-cut this process; it won't work if you do.

χρησιμοποιώ μια συντόμευση

intransitive verb (use a shortcut)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This is such a time-consuming process; is there a way to short-cut it?

που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών

adjective (lacking staff)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίστα των επικρατέστερων

noun (list: chosen finalists)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The book was on the shortlist for the Booker Prize last year.
Το βιβλίο ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το βραβείο Booker Prize πέρσυ.

συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους

transitive verb (often passive (choose as finalist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author was surprised when her debut novel was shortlisted for a literature award.

που έχει μυωπία

adjective (myopic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The test showed that Toby was shortsighted and needed glasses.

κοντόφθαλμος

adjective (figurative (failing to plan ahead) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Congress' bill to reduce taxes on greenhouse gas companies was shortsighted.
Το νομοσχέδιο του Κογκρέσου για τη μείωση των φόρων σε εταιρείες που εκπέμπουν αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν κοντόφθαλμο.

μυωπία

noun (vision clear at short distance only)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έλλειψη διορατικότητας

noun (figurative (inability to plan long-term)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχεδόν γίνομαι

verbal expression (informal (not become)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The SARS epidemic stopped short of a global pandemic.

παραλίγο να κάνω κτ

verbal expression (informal (not do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was furious with her, but I stopped short of saying something I'd regret.

πανίβλακας

expression (UK, informal, pejorative (very stupid) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τόνος

noun (US (907 kg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The builder ordered a ton of gravel.
Ο οικοδόμος παρήγγειλε έναν τόνο χαλίκια.

κοντός, όχι αρκετά μακρύς

adjective (not long enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your essay was too short for the exam standards.

κοντός, όχι αρκετά ψηλός

adjective (not tall enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was too short to join the basketball team.

πολύ σύντομος

adjective (extremely brief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some of Ernest Hemingway's stories are very short.

πολύ κοντός

adjective (not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's only 5 feet tall. He's very short.

απότομος

adverb (abrupt, rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She must be mad at me since she was very short with me when I asked her how she was.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του short στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του short

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.