Τι σημαίνει το closer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης closer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του closer στο Αγγλικά.

Η λέξη closer στο Αγγλικά σημαίνει πιο κοντά, κοντινότερος, πλησιέστερος, πιο κοντά, κοντινότερος, πλησιέστερος, πιο κοντά, πιο κοντά, κοντά, κοντά, κοντά, στενός, στενός, δεμένος με κπ, όμοιος, παρόμοιος, κλείνω, κλείνω, όμοιος, κοινός, όμοιος, παρόμοιος, στενός, πυκνός, -, βαθύς, εντός, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, αποπνικτικός, πνιγηρός, αμφίρροπος, επτασφράγιστος, -, σχεδόν, περίπου, κλείσιμο, τέλος, αδιέξοδο, ενώνω, ολοκληρώνομαι, κλείνω, κλείνω, κατεβαίνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, πλησιάζω, φέρνω πιο κοντά, πιο προσεκτική ματιά, πιο προσεκτική ματιά, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες, αυτό που θα με πείσει, μηχανισμός επαναφοράς πόρτας, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, πλησιάζω, με μια πιο προσεκτική εξέταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης closer

πιο κοντά

adjective (comparative: physically nearer)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julie is closer to the tree than Paul.

κοντινότερος, πλησιέστερος

adjective (comparative: nearer in time) (χρονικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff's wedding is closer than you think, so make sure you buy him a gift.
Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο.

πιο κοντά

adjective (figurative (comparative: more intimate) (μεταφορικά: σε κπ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I feel closer to you than I've ever felt to anyone.
Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε.

κοντινότερος, πλησιέστερος

adjective (comparative: nearer in number) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy is closer to her cousins in age than her brothers.

πιο κοντά

adverb (physically nearer)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you are chilly, sit closer to the radiator.

πιο κοντά

adverb (nearer in time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Christmas is drawing closer.

κοντά

adverb (nearby)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Keep your phone close, in case he calls!
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

κοντά

adjective (near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

κοντά

preposition (near to) (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The bank is close to the post office.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

στενός

adjective (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two boys are close cousins.
Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

στενός

adjective (people: intimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jill and I are close friends.
Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.

δεμένος με κπ

(figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben has always been close to his sister.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (closely associated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

κλείνω

transitive verb (shut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please close the window.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

κλείνω

intransitive verb (become shut)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door slowly closed.
Η πόρτα έκλεισε αργά.

όμοιος, κοινός

adjective (united)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their views about history are extremely close.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (similar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The twins are close in appearance.
Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.

στενός

adjective (relationship: intimate) (σχέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They have a close, romantic relationship.

πυκνός

adjective (compact, tight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My sweater has a close weave.

-

adjective (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This key is a close fit to the lock.
Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.

βαθύς

adjective (cut near to the base) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer a straight razor because it gives me a close shave.
Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα.

εντός

adjective (on topic) (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please stay close to the question under discussion.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός

adjective (rigorous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A close examination will reveal that the theory is correct.

αποπνικτικός, πνιγηρός

adjective (informal (atmosphere: stuffy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The atmosphere in the room was close.

αμφίρροπος

adjective (contest: almost even)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alan won a close race.
Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα.

επτασφράγιστος

adjective (secret: well guarded) (για μυστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The information was a close secret.

-

adjective (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The guards kept the prisoner at close quarters.
Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.

σχεδόν, περίπου

(nearly equal, almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You and I are close to the same height.

κλείσιμο

noun (act of closing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You have to finish by close of business today.

τέλος

noun (conclusion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The conference came to a close.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

αδιέξοδο

noun (UK (cul-de-sac)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We live on a lovely close near the edge of town.

ενώνω

intransitive verb (unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her hands closed in prayer as she bowed her head.
Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.

ολοκληρώνομαι

intransitive verb (end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The proceedings closed on time.

κλείνω

intransitive verb (cease to operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My favourite restaurant closed.

κλείνω

intransitive verb (store: cease trading) (μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The store closed at nine pm.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κατεβαίνω

intransitive verb (end performances) (τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The play closes on Monday.

κλείνω

intransitive verb (financial: market day end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The market closed on a high today.

κλείνω

transitive verb (fill in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The builders closed the wall with the last brick.

κλείνω, ολοκληρώνω

transitive verb (conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The final speaker closed the session.

κλείνω

transitive verb (block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Workers have closed the road.

κλείνω

transitive verb (join, unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The people closed the circle by joining hands.

κλείνω

transitive verb (finalize) (οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's close the negotiations now.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω

transitive verb (informal (make a sale) (μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The salesman hopes to close the deal today.

κλείνω

transitive verb (cease operations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company closed the factory on Christmas day.

πλησιάζω

transitive verb (nautical: approach) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ship closed land that morning.

φέρνω πιο κοντά

transitive verb (make more intimate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She planned a quiet weekend away for the two of them in hopes that it would bring them closer.

πιο προσεκτική ματιά

noun (more thorough examination) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο προσεκτική ματιά

noun (more thorough examination) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω

intransitive verb (approach, get nearer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you come closer to the nest, you will be able to hear the birds better.

αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες

noun (salesperson: clinches deals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thanks to his persuasive negotiating technique, he was promoted to the role of Senior Deal Closer.

αυτό που θα με πείσει

noun (informal (factor: clinches a deal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ideally, we'd like the house to have an entrance hall, but it's not a deal closer.

μηχανισμός επαναφοράς πόρτας

noun (device: closes door automatically)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

intransitive verb (time: approach) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As the day got closer I began to worry.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

intransitive verb (move nearer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As they got closer I could see that they weren't soldiers.

πλησιάζω

(get nearer to each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

verbal expression (relocate to be nearer to [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με μια πιο προσεκτική εξέταση

adverb (having examined [sth] in more detail)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του closer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του closer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.