Τι σημαίνει το closely στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης closely στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του closely στο Αγγλικά.

Η λέξη closely στο Αγγλικά σημαίνει κοντά, κοντά, προσεκτικά, προσεχτικά, δεμένος, στενός,κοντινός συγγενής, που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέση, που ανήκει σε συγγενικό είδος, σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενος, εξετάζω προσεκτικά, ακούω προσεκτικά, ακούω προσεκτικά, κοιτάζω προσεκτικά, κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ, παρατηρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης closely

κοντά

adverb (physically close)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The two danced closely all night.
Οι δυο τους χόρευαν κολλητά όλη νύχτα.

κοντά

adverb (in time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Christmas is closely followed by New Year.

προσεκτικά, προσεχτικά

adverb (attentively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you look closely at the painting, you can see the direction of the brush strokes.
Αν κοιτάξεις προσεκτικά τον πίνακα, θα δεις την κατεύθυνση των πινελιών.

δεμένος

adjective (family: close) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The Smiths are a closely-knit group, and always spend the holidays together.

στενός,κοντινός συγγενής

adjective (relative: in immediate family)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Closely-related languages can often be traced to a single source language.

που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέση

adjective (linked or associated) (με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smoking is closely related to mouth, throat and lung cancer.

που ανήκει σε συγγενικό είδος

adjective (animal: of similar species) (ζωολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Molecular genetics tells us that humans are more closely related to chimpanzees than to any of the other primates.

σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενος

adjective (idea, etc.: connected)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Freedom is closely related to responsibility.

εξετάζω προσεκτικά

(inspect)

The agent examined the evidence very closely.

ακούω προσεκτικά

(be attentive)

If you listen closely you can distinguish many birds by their different songs.

ακούω προσεκτικά

verbal expression (be attentive)

The children listened closely to their grandfather's story.

κοιτάζω προσεκτικά

(examine [sth])

If you look closely, you will see the beautiful patterns on the butterfly's wings.

κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ

verbal expression (examine [sth])

She looked closely at the gravestone and could just make out the faded inscription.

παρατηρώ

intransitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του closely στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του closely

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.