Τι σημαίνει το closed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης closed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του closed στο Αγγλικά.

Η λέξη closed στο Αγγλικά σημαίνει κλειστός, κλειστός, που έχει κλείσει, κλειστός, κλειστός, πλήρης, κολλημένος, κλειστός, κλειστός, κλειστά, που έχει κλείσει, κλειστός, κοντά, κοντά, κοντά, στενός, στενός, δεμένος με κπ, όμοιος, παρόμοιος, κλείνω, κλείνω, όμοιος, κοινός, όμοιος, παρόμοιος, στενός, πυκνός, -, βαθύς, εντός, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, αποπνικτικός, πνιγηρός, αμφίρροπος, επτασφράγιστος, -, σχεδόν, περίπου, κλείσιμο, τέλος, αδιέξοδο, ενώνω, ολοκληρώνομαι, κλείνω, κλείνω, κατεβαίνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, πλησιάζω, απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδες, κρυφός, μυστικός, κλειστού κυκλώματος, που έχει κλείσει, κλειστός βρόχος, κλειστού βρόχου, κλειστού βρόχου, συνάντηση σε κλειστό κύκλο, στενομυαλιά, κατάστημα συνδικάτου, με υπότιτλους, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, μυστικός, κλειστή ερώτηση, μισόκλειστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης closed

κλειστός

adjective (door: not open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please keep the bedroom door closed.
Σε παρακαλώ έχει την πόρτα του υπνοδωματίου κλειστή.

κλειστός

adjective (business, store: not open)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most businesses are closed on Christmas.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι κλειστές τα Χριστούγεννα.

που έχει κλείσει

adjective (shut down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We used to eat at that restaurant often, but it's closed now.
Παλιά τρώγαμε συχνά σε εκείνο το εστιατόριο, αλλά τώρα έχει κλείσει.

κλειστός

(not open physically)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The road is closed to traffic while it is being repaired.

κλειστός

(not accessible to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Access to the online resources is closed to anyone who has not paid a subscription.

πλήρης

adjective (circle: completed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sketch a closed circle on the graph paper.
Ζωγράφισε έναν πλήρη κύκλο στο μιλιμετρέ χαρτί.

κολλημένος

adjective (figurative (mind: not open) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It can be difficult to talk with someone who has a closed mind.
Μπορεί να είναι δύσκολο να μιλήσεις με κάποιον που έχει κολλημένο μυαλό.

κλειστός

(figurative (not willing to accept)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Antonia is closed to the idea.

κλειστός

adjective (sign: road)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κλειστά

adjective (sign: store)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που έχει κλείσει

adjective (not up for debate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This matter is closed; I don't want to hear another word about it.

κλειστός

adjective (restricted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a closed event; you need an invitation to enter.

κοντά

adverb (nearby)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Keep your phone close, in case he calls!
Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!

κοντά

adjective (near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

κοντά

preposition (near to) (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The bank is close to the post office.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

στενός

adjective (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two boys are close cousins.
Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

στενός

adjective (people: intimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jill and I are close friends.
Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.

δεμένος με κπ

(figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben has always been close to his sister.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (closely associated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

κλείνω

transitive verb (shut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please close the window.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

κλείνω

intransitive verb (become shut)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door slowly closed.
Η πόρτα έκλεισε αργά.

όμοιος, κοινός

adjective (united)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their views about history are extremely close.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (similar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The twins are close in appearance.
Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.

στενός

adjective (relationship: intimate) (σχέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They have a close, romantic relationship.

πυκνός

adjective (compact, tight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My sweater has a close weave.

-

adjective (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This key is a close fit to the lock.
Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.

βαθύς

adjective (cut near to the base) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer a straight razor because it gives me a close shave.
Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα.

εντός

adjective (on topic) (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please stay close to the question under discussion.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός

adjective (rigorous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A close examination will reveal that the theory is correct.

αποπνικτικός, πνιγηρός

adjective (informal (atmosphere: stuffy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The atmosphere in the room was close.

αμφίρροπος

adjective (contest: almost even)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alan won a close race.
Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα.

επτασφράγιστος

adjective (secret: well guarded) (για μυστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The information was a close secret.

-

adjective (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The guards kept the prisoner at close quarters.
Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.

σχεδόν, περίπου

(nearly equal, almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You and I are close to the same height.

κλείσιμο

noun (act of closing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You have to finish by close of business today.

τέλος

noun (conclusion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The conference came to a close.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

αδιέξοδο

noun (UK (cul-de-sac)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We live on a lovely close near the edge of town.

ενώνω

intransitive verb (unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her hands closed in prayer as she bowed her head.
Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.

ολοκληρώνομαι

intransitive verb (end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The proceedings closed on time.

κλείνω

intransitive verb (cease to operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My favourite restaurant closed.

κλείνω

intransitive verb (store: cease trading) (μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The store closed at nine pm.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κατεβαίνω

intransitive verb (end performances) (τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The play closes on Monday.

κλείνω

intransitive verb (financial: market day end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The market closed on a high today.

κλείνω

transitive verb (fill in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The builders closed the wall with the last brick.

κλείνω, ολοκληρώνω

transitive verb (conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The final speaker closed the session.

κλείνω

transitive verb (block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Workers have closed the road.

κλείνω

transitive verb (join, unite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The people closed the circle by joining hands.

κλείνω

transitive verb (finalize) (οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's close the negotiations now.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω

transitive verb (informal (make a sale) (μια συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The salesman hopes to close the deal today.

κλείνω

transitive verb (cease operations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company closed the factory on Christmas day.

πλησιάζω

transitive verb (nautical: approach) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ship closed land that morning.

απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά

adverb (in private)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The committee held the meeting behind closed doors.

κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

noun (initialism (closed-circuit television)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The robbery was captured on the bank's CCTV.

στενόμυαλος, απόλυτος, ξεροκέφαλος, που φέρει παρωπίδες

adjective (blinkered, intolerant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's so close-minded I can't discuss politics with him at all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάποια άτομα σε αγροτικές περιοχές ακόμη φέρουν παρωπίδες και απορρίπτουν τα μοντέρνα ήθη.

κρυφός, μυστικός

noun (figurative ([sb], [sth] hard to know)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whilst he lived, the singer carefully guarded his privacy; his personal life remained a closed book until after his death.

κλειστού κυκλώματος

noun as adjective (TV, electronics)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει κλείσει

adjective (gone out of business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They are going to open a clothing store on the site of that closed-down restaurant.
Πρόκειται να ανοίξουν ένα κατάστημα ρούχων στον χώρο εκείνου του εστιατορίου που έχει κλείσει.

κλειστός βρόχος

noun (signal path)

κλειστού βρόχου

noun as adjective (of processing system) (σε γενική)

κλειστού βρόχου

noun as adjective (of automatic control system) (σύστημα)

συνάντηση σε κλειστό κύκλο

noun (discussion: members only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although some members urged a public debate, the majority thought the matter was so sensitive that it should only be discussed at a closed meeting.

στενομυαλιά

noun (not accepting new ideas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His closed mind will not allow him to even think about it.

κατάστημα συνδικάτου

noun (figurative (business: union shop)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με υπότιτλους

adjective (TV show: with captions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

noun (monitoring system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The thief was caught stealing the car on closed-circuit television.

μυστικός

adjective (figurative (secret or restricted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κλειστή ερώτηση

noun (enquiry eliciting "yes" or "no")

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μισόκλειστος

adjective (partly closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του closed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του closed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.