Τι σημαίνει το come up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης come up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του come up στο Αγγλικά.
Η λέξη come up στο Αγγλικά σημαίνει προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, προκύπτω, παρουσιάζομαι, βγαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, πλησιάζω, προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιον, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, απογοητεύω, ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι, αναποκρίνομαι σε, βρίσκω, βρίσκω, βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα, παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα, τα καταφέρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης come up
προκύπτω, έρχομαι στην κουβένταphrasal verb, intransitive (figurative (topic: be raised, mentioned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The senator knew that questions about his campaign would come up. Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του. |
προκύπτω, παρουσιάζομαιphrasal verb, intransitive (figurative (problem: occur, appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm afraid a problem has come up, so I won't be at the meeting this afternoon. |
βγαίνωphrasal verb, intransitive (rise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We sat on the beach and watched the sun come up over the water. Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό. |
ανέρχομαι, ανεβαίνωphrasal verb, intransitive (rise in the hierarchy) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He started in the mail room but he came up through the ranks to become the CEO of the company. Ξεκίνησε από το γραφείο αλληλογραφίας, αλλά ανήλθε στις βαθμίδες, έως ότου έγινε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. |
πλησιάζωphrasal verb, intransitive (approach [sb]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She came up and introduced herself to me. Πλησίασε και μου συστήθηκε. |
προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιον(approach [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He came up to me in the street and tried to bum a dollar. Με προσέγγισε στον δρόμο και προσπάθησε να κάψει ένα δολάριο. |
αντιμετωπίζω(encounter: opposition, obstacle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The work is behind schedule because we came up against some unexpected problems. Η δουλειά έχει μείνει πίσω σε σχέση με το πρόγραμμα, επειδή αντιμετωπίσαμε κάποια απρόσμενα προβλήματα. |
αντιμετωπίζω(compete with [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Davies will come up against last year's champion in the semi-final of the competition. Στον ημιτελικό των αγώνων ο Ντέιβις θα αντιμετωπίσει τον περσινό πρωταθλητή. |
απογοητεύω(informal (disappoint) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι(reach as high as) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Don't worry if you can't swim; the water will only come up to your knees. Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις να κολυμπάς. Το νερό θα φτάσει μέχρι τα γόνατά σου μονάχα. |
αναποκρίνομαι σε(figurative (meet: standards, expectations) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No matter what he did, he wasn't able to come up to his father's expectations. 'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του. |
βρίσκω(informal (devise, invent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll have to come up with a plan. Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο. |
βρίσκω(informal (deliver, produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you be able to come up with the cash by the end of the month? Θα μπορέσεις βρεις να τα χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα; |
βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσαverbal expression (rise to water's surface) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He had to come up for air after being underwater for two minutes. |
παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσαverbal expression (figurative (take a break) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We worked straight through for 24 hours without even a break to come up for air. |
τα καταφέρνωverbal expression (UK, informal (succeed, do well) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του come up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του come up
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.